Στην πραγματικότητα, αυτό που βίωσε η παγκόσμια οικονομία το 2009 ήταν το προοίμιο του 1929 και, με την εξαίρεση ορισμένων χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας όπως η Ελλάδα, η Μεγάλη Υφεση είναι όλη μπροστά μας. Ας δούμε γιατί.
Ο αναπτυγμένος καπιταλισμός έχει γνωρίσει στη σύγχρονη ιστορία του τρεις Μεγάλες Υφέσεις (βλ. δεκαετίες 1830, 1870, 1930) κι αυτό που τις διέκρινε από τις συνήθεις κυκλικές υφέσεις ήταν ο χρηματοπιστωτικός πανικός και οι χρεοκοπίες των τραπεζών (που αναπότρεπτα ακολουθούσαν περιόδους έντονης κι εκτεταμένης κερδοσκοπίας των αγορών) που έριχναν σε βαθιά ύφεση την πραγματική οικονομία κι εκτόξευαν στα ύψη την ανεργία προσγειώνοντας τις αγορές στην ομαλότητα των χαμηλών πτήσεων.
Οι τράπεζες «διασώθηκαν»
Σήμερα τίποτα από όλα αυτά δεν έχει συμβεί ακόμη. Οι τράπεζες «διασώθηκαν» φορτώνοντας τα κράτη με χρέη, αλλά και χωρίς να έχουν λύσει τα τεράστια προβλήματα των ισολογισμών τους (βλ. έκθεσή τους σε επισφαλή δάνεια κι αγορές αξιών και παραγώγων, πλασματικά στοιχεία ενεργητικού λόγω υπερτιμημένων αξιών ακινήτων κ.λπ.), οι μεγάλες οικονομίες ακόμη εμφανίζουν ασθενικούς αλλά θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης και χαμηλή σχετικά ανεργία λόγω της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής, ενώ ο πληθωρισμός χρήματος που προκαλεί η τελευταία επιτρέπει στις αγορές αξιών να κερδοσκοπούν εκ νέου, δοκιμάζοντας και ξεπερνώντας τα προηγούμενα υψηλά τους του 2008. Συνεπώς, καμία Μεγάλη Υφεση δεν έχει ζήσει η Δύση -πλην λίγων περιφερειακών χωρών της- ώς τώρα.
Γιατί όμως η Μεγάλη Υφεση είναι αναπόφευκτη και δεν μπορούμε να την αποφύγουμε; Γιατί η παραγωγική βάση της οικονομίας πάνω στην οποία στηρίζεται όλο αυτό το ογκώδες χρηματοπιστωτικό οικοδόμημα συνεχώς στενεύει και προσομοιάζει πλέον με ανεστραμμένη πυραμίδα έτοιμη να καταρρεύσει.
Κι επειδή το παραγωγικό δυναμικό είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι που κινούν την οικονομία, η διαρκώς μειούμενη συμμετοχή τους στο προϊόν της οικονομικής δραστηριότητας παίρνει τη μορφή της ανισοκατανομής των εισοδημάτων και της συγκέντρωσης του πλούτου στα χέρια ενός πολύ μικρού τμήματος της εισοδηματικά ανώτερης τάξης: σύμφωνα με τελευταία έκθεση της Credit Suisse (2012), περίπου 29 εκατομμύρια ή το 0,6% όσων ενηλίκων διαθέτουν κάποιο περιουσιακό στοιχείο κατέχουν 87,5 τρισ. δολ. ή το 39,3% του παγκόσμιου πλούτου των νοικοκυριών! Ποτέ άλλοτε στην ιστορία ένα τόσο μικρό ποσοστό ανθρώπων με περιουσία δεν κατείχε τόσο μεγάλο μέρος του συνολικού πλούτου στα χέρια του.
Τι σημαίνει όμως το εισόδημα και ο πλούτος να συγκεντρώνονται σε ολοένα και λιγότερα χέρια; Ο Κέινς είχε καταδείξει πως η άνιση κατανομή των εισοδημάτων αποτελεί παράγοντα που οδηγεί μέσα από την αύξηση των αποταμιεύσεων στη μείωση της κατανάλωσης και της ενεργού ζήτησης, καθώς οι πλούσιοι έχουν υψηλότερη ροπή να αποταμιεύουν απ’ ό,τι οι φτωχοί.
Αυτό συνέβη τη δεκαετία του ’20, όπως επίσης τότε σημειώθηκε κύμα εταιρικών συγχωνεύσεων με το σχηματισμό ολιγοπωλιακών καταστάσεων κι εμποδίων στον ανταγωνισμό, με συνέπεια την αναποτελεσματική λειτουργία της οικονομίας και τη μείωση των επενδύσεων. Η μείωση της κατανάλωσης και των επενδύσεων για τους παραπάνω λόγους ασφαλώς συνέβαλαν στη μεγάλη κρίση του Μεσοπολέμου.
Ομως ο καθοριστικός παράγοντας ήταν η συγκέντρωση του πλούτου (όχι μόνον του εισοδήματος): στις αρχές του 20ού αιώνα στις ΗΠΑ το 1% των νοικοκυριών κατείχε το 26%-30% (οι μετρήσεις διαφέρουν) του συνολικού πλούτου, όμως το 1929 έφθασε να κατέχει το 36,3%! Με την παγκοσμιοποίηση και την απελευθέρωση των αγορών των τριών τελευταίων δεκαετιών (βλ. επικράτηση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής), η ανισοκατανομή των εισοδημάτων αυξήθηκε κάθετα, ενώ άρχισε να αυξάνει και η συγκέντρωση του πλούτου, η οποία κορυφώνεται μετά το 2008 σαν αποτέλεσμα της κρίσης χρεών και των πολιτικών λιτότητας.
Τρεις επιπτώσεις
Η συγκέντρωση αυτή του πλούτου έχει τρεις κυρίως επιπτώσεις: (α) αυξάνει τον αριθμό των ανθρώπων με λίγα ή ελάχιστα περιουσιακά στοιχεία των οποίων οι δανειακές ανάγκες αυξάνουν μαζί με τη ζήτηση πιστώσεων, (β) καθώς η αύξηση της δανειακής ζήτησης συνοδεύεται από τη μείωση της πιστοληπτικής αξιοπιστίας των δανειζομένων φτωχών, ο αριθμός των τραπεζών με επισφαλή δάνεια αυξάνει επίσης, (γ) η αύξηση της ανισότητας στον πλούτο αυξάνει την επικινδυνότητα των επενδύσεων που αναλαμβάνουν οι πλούσιοι, δηλαδή αυξάνει την τάση προς την κερδοσκοπία και μαζί της την έκθεση των τραπεζών στη χρηματοδότησή της.
Οσο μεγαλύτερη είναι λοιπόν η συγκέντρωση του πλούτου τόσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των δυνητικών τραπεζικών χρεοκοπιών, από τις οποίες ώς τώρα το σύστημα έχει διαφυλάξει εαυτόν ως κόρη οφθαλμού μέσω μιας νέας ανισοκατανομής εισοδημάτων (μείωση πραγματικών μισθών-συντάξεων, αύξηση φόρων, περικοπές κοινωνικών δαπανών), αλλά και πλούτου (βλ. υπερχρέωση και φορολογία περιουσίας σε συνδυασμό με κατασχέσεις, ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ.).
Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι «αν», αλλά «πότε» θα έλθει η νέα Μεγάλη Υφεση στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία.
[from enet.gr ]