[από το φίλο μου Δημήτρη Κ.]
======================
Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΠΑΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΚΟ ΣΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΑ ΤΗΝ ΓΛΙΤΩΣΟΥΜΕ ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ, ΑΡΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΑΒΟΥΜΕ ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΤΗΝ ΒΓΑΛΟΥΜΕ ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ....
ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΠΟΥ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ Ο ΚΑΘΕ ΕΛΛΗΝΑΣ ΕΑΝ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΥΠΟΧΕΙΡΙΟ ΟΠΟΙΟΥΔΗΠΟΤΕ "ΑΓΓΛΟΥ-ΓΑΛΛΟΥ-ΓΕΡΜΑΝΟΥ & ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΥ" ΕΙΝΑΙ :
ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙ ΝΑ ΑΓΟΡΑΖΕΙ ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΕΔΩ ΚΙ ΟΧΙ ΝΑ ΕΠΩΦΕΛΟΥΝΤΑΙ ΟΛΟΙ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΠΑΣΧΙΖΟΥΝ - και που μάλλον δεν θα την γλυτώσουμε -ΜΕ ΟΛΑ ΤΑ ΜΕΣΑ ΝΑ ΜΑΣ ΟΔΗΓΗΣΟΥΝ ΣΤΗΝ ΓΚΙΛΟΤΙΝΑ :
Δηλαδή οι .... : "ΑΓΓΛΟΙ-ΓΑΛΛΟΙ-ΓΕΡΜΑΝΟΙ & ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ" (ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΒΕΒΑΙΑ ΝΑ ΠΡΟΣΘΕΣΕΤΕ ΚΑΙ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΚΑΡΑ-ΑΝΙΚΑΝΟΥΣ ΠΡΩΗΝ ΚΑΙ ΝΥΝ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ ΜΑΣ, ΤΟΥΣ ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟΥΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ & ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΚΛΠ. ΚΛΠ. ΜΙΑΣ ΠΟΥ ΜΕ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΚΑΒΑΤΖΑΡΕΙ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΚΑΙ ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΑΚΟΜΗ ΝΑ ΚΛΕΒΟΥΝ, ΧΕΣΤΗΚΑΝΕ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙ ΘΑ ΣΥΜΒΕΙ ΣΤΟΝ ΑΠΛΟ ΕΛΛΗΝΑ ΠΟΛΙΤΗ...)
«Το σπίτι θα καίει ολοσχερώς, και η ΕΕ θα συζητάει για την πληρωμή ενός κάδου νερού....!»
Τετάρτη, 28 Απρίλιος 2010 01:19
Υπάρχουν ουσιαστικά τρεις κύριοι λόγοι γιατί μια κυβέρνηση στην οικονομική κρίση να στραφεί προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ο πρώτος και προφανής είναι τα φτηνά δάνεια. Τα επιτόκια αρχίζουν αυτήν την περίοδο από 1.26% για τα μικρά ποσά, και πηγαίνουν μόνο μερικές ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα για τα μεγαλύτερα. Δεύτερον, «εισάγουν» την πολιτική αξιοπιστία του εμπορικού σήματος του ΔΝΤ. Τρίτον, κερδίζουν μια πολύτιμη πολιτική ασπίδα για να «εκτρέψουν» τη δημόσια απογοήτευση. Είναι ευκολότερο για μια κυβέρνηση να πετσοκόψει τη δημόσια δαπάνη ή να αυξήσει τα επιτόκια μεταθέτοντας την ευθύνη στο ΔΝΤ ...!
Το μειονέκτημα της συμβολής του ΔΝΤ για όποια κυβέρνηση, είναι το στίγμα ότι έχει χαθεί ο έλεγχος. Η προσφυγή της Αγγλίας στο ΔΝΤ το 1976 ακόμα «αντηχεί» στη πολιτική σκηνή της χώρας. Ο τρόπος βέβαια που η Ευρωζώνη έχει διαχειριστεί την ελληνική κρίση ελαχιστοποιεί το κόστος του στίγματος της παρουσίας του ΔΝΤ στην χώρα μας.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο άρχισε την ελληνική διάσωση στα μέσα του Φεβρουαρίου - ήδη πάρα πολύ αργά - και ακόμα δεν έχει μπει οι τελικές υπογραφές.
Η αγορά δεν έχει ακόμα καθησυχαστεί, πολύτιμος χρόνος έχει χαθεί με επαναλαμβανόμενες αναποτελεσματικές συνεδριάσεις των ευρωπαϊκών υπουργών χρηματοδότησης, και δημόσιες λογομαχίες για τους όρους δανεισμού και τον ρόλο του ΔΝΤ..!
Η χώρα μας θα μαρκαριστεί αναμφισβήτητα με το στίγμα ΔΝΤ , παρόλο που για λόγους αυτοσεβασμού, η ΕΕ θέλει να κάνει το μεγαλύτερο μέρος του δανεισμού - σε υψηλότερα επιτόκια από το ΔΝΤ... - και να θέσει ορισμένες προϋποθέσεις.
Ακόμα και τώρα, η διαδικασία για την έγκριση του δανείου θα διαρκέσει άλλη μια εβδομάδα. Η εμμονή της ΕΕ στις συνταγματικές ακρίβειες είναι αξιοθαύμαστη.... «Το σπίτι θα καίει ολοσχερώς, και η ΕΕ θα συζητάει τη συνταγματικότητα της κλήσης στη πυροσβεστική ή την πληρωμή ενός κάδου νερού....!»
Ακόμα και όταν αρχίσει το πρόγραμμα διάσωσης της Ελληνικής οικονομίας, θα παραμείνει πιθανώς ασαφές το ποιος είναι ουσιαστικά ο υπεύθυνος. Το ΔΝΤ έχει σαφείς κανόνες και το θέμα είναι τι θα γίνει αν τα προγράμματα είναι διαφορετικά και με διαφορετικούς όρους; Εάν αυτό ακούγεται χαοτικό, φανταστείτε πώς η ΕΕ θα χειριστεί το τεράστιο χρέος της Ελλάδας στις γαλλικές και τις γερμανικές τράπεζες.
Το ΔΝΤ υπάρχει για να γυρίσει «τον δανεισμό», όσο είναι δυνατό, σε μια τεχνοκρατική λύση παρά μια «πολιτική άσκηση.»
Τέταρτο Ράιχ εναντίον Ευρωπαϊκού Νότου!
Τετάρτη, 28 Απρίλιος 2010 01:37
Σενάρια χρεοκοπίας του Ευρωπαϊκού Νότου πλέκουν ανοικτά πλέον Γερμανοί αξιωματούχοι, αφήνοντας να διαφανεί με σαφήνεια η εγκατάλειψη παραδοσιακών φιλοευρωπαϊκών θέσεων των γερμανικών μεταπολεμικών ηγεσιών, που προκαλούν ακόμη και στην Γαλλία ανησυχίες για την ανάδυση του Τέταρτου Ράιχ, αυτή τη φορά με οικονομικά «όπλα».
«Ο πραγματικός κίνδυνος προέρχεται από το γεγονός, ότι για πρώτη φορά στη μεταπολεμική Γερμανία οι αντιευρωπαϊκές διαθέσεις κερδίσουν ισχυρό πολιτικό έρεισμα», δήλωνε χθες στο Reuters ο Γερμανός καθηγητής του Πανεπιστημίου του Αμβούργου Τόμας Στράουμπχαρ, την ώρα που ένας καταιγισμός δηλώσεων από παράγοντες του κυβερνητικού συνασπισμού της Δεξιάς προκαλούσαν νέες σεισμικές δονήσεις στις ελληνικές αγορές, ανεβάζοντας ταυτόχρονα κατακόρυφα το θερμόμετρο της υποτιμητικής κερδοσκοπίας κατά των πορτογαλικών ομολόγων και μετοχών.
Πράγματι, παρότι η καγκελάριος Μέρκελ και ο υπουργός Οικονομικών Σόιμπλε επιμένουν στις επίσημες δηλώσεις τους στην ανάγκη διάσωσης της Ελλάδας, έστω και με πολύ αυστηρούς όρους, ο προβληματισμός που αναπτύσσεται από άλλα κορυφαία στελέχη του κυβερνώντος γερμανικού συνασπισμού περιλαμβάνει σενάρια χρεοκοπίας και εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη:
- Ανώτερος αξιωματούχος των Χριστιανοδημοκρατών της Μέρκελ, ο Νόρμπερτ Μπαρτλ, δήλωσε στο Reuters, ότι στη σημερινή προγραμματισμένη εμφάνιση του Ντομινίκ Στρος Καν και του Ζαν Κλωντ Τρισέ στο γερμανικό Κοινοβούλιο θα τεθεί από βουλευτές θέμα «κουρέματος» του ελληνικού χρέους, δηλαδή αναδιάρθρωσης με μείωση της ονομαστικής αξίας των τίτλων που έχουν στα χέρια τους οι επενδυτές. Αυτό το σενάριο προσπάθησε να αποκλείσει σχεδόν με δραματικό τρόπο η Γαλλίδα υπουργός Οικονομικών, Κριστίν Λαγκάρντ, που βλέπει ότι στην περίπτωση αυτή θα εκτεθούν σε ζημιές δεκάδων δις. ευρώ οι γαλλικές τράπεζες.
- Με αυτό το σενάριο επαναδιαπραγμάτευσης του ελληνικού χρέους, το οποίο υποδαύλισε πάλι με δηλώσεις στελεχών της η Goldman Sachs, αλλά και η Moody’s, με τη νέα υποβάθμιση της Ελλάδας, ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο το κερδοσκοπικό στοίχημα κυρίως αμερικανικών τραπεζών και hedge funds του Λονδίνου για μια άμεση ελληνική πτώχευση, που θα φέρει κέρδη δισεκατομμυρίων σε όσους έχουν θέσεις σε CDS. Ορισμένοι θυμίζουν, ότι στην Goldman Sachs έχει αναλάβει καθήκοντα υψηλού συμβούλου μια εμβληματική φυσιογνωμία του γερμανικού τραπεζικού συστήματος, ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Μπούντεσμπανκ, Ότμαρ Ίσινγκ.
- Άλλος αξιωματούχος, από το οικονομικό επιτελείο του FDP, που συγκυβερνά με τους Χριστιανοδημοκράτες, δήλωσε ότι στο σχέδιο αντιμετώπισης της ελληνικής κρίσης θα πρέπει να περιληφθεί και η προσωρινή, όπως είπε, έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη (προφανώς ύστερα από κάποια μορφή πτώχευσης, αφού διαδικασία εξόδου δεν προβλέπεται θεσμικά), ώστε η χώρα να ανακτήσει με μια γενναία υποτίμηση της δραχμής τη χαμένη ανταγωνιστικότητά της. Όμως, σε αυτή την περίπτωση είναι σαφές, ότι η «προσωρινή» έξοδος δεν μπορεί να έχει προκαθορισμένη χρονική διάρκεια και ίσως να οδηγήσει σε μια πολυετή περιπέτεια με αβέβαιη κατάληξη.
Οι δηλώσεις αυτές απηχούν τον προβληματισμό της γερμανικής ηγεσίας για τα στρατηγικά δόγματα της χώρας, που καθόρισαν επί δεκαετίες τη γερμανική πολιτική και ίσως αυτή την περίοδο να αναθεωρούνται, υπό το φως της διεθνούς κρίσης χρέους, αλλά και της ανάδυσης επικίνδυνων, για την Γερμανία, νέων ανταγωνιστικών δυνάμεων στην περιοχή της Ασίας, με πρώτη βεβαίως την Κίνα.
Η ιδιαίτερα διαδεδομένη αντίληψη, ότι η Γερμανία έχει συμφέρον να διατηρήσει ακέραιη την Ευρωζώνη και να αποφύγει ζημιές δισεκατομμυρίων στο τραπεζικό της σύστημα από χρεοκοπίες χωρών του Νότου, σύμφωνα με μια εναλλακτική ανάλυση που φαίνεται να απηχούν οι δηλώσεις των Γερμανών αξιωματούχων, δεν έχει βάση:
- Οι ζημιές στο τραπεζικό σύστημα της Γερμανίας σαφώς είναι ελεγχόμενες, καθώς είναι διάσπαρτες σε αρκετές τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες, ενώ μπορούν εύκολα να καλυφθούν με χρηματοδότηση από το εύρωστο γερμανικό Δημόσιο, χωρίς μάλιστα να χρειάζονται ιδιαίτερες εξηγήσεις στους φορολογούμενους πολίτες, όπως φαίνεται ότι χρειάζεται στην περίπτωση παροχής βοήθειας στις χώρες του Νότου.
- Από την άλλη πλευρά, η γερμανική ηγεσία φαίνεται ότι διαπιστώνει, ότι παρήλθαν οι μέρες των άριστων εμπορικών σχέσεων με τις χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης, οι οποίες έχουν βυθισθεί σε τέτοια κρίση χρέους, ύφεσης και ελλειμμάτων στις εξωτερικές τους συναλλαγές, που δεν αποτελούν «κότες με χρυσά αυγά» για τις γερμανικές βιομηχανίες, όπως συνέβαινε στα χρόνια της οικονομικής τους άνθησης.
- Επιπλέον, η Γερμανία φαίνεται ότι επιδιώκει να αξιοποιήσει την ισχυρή δημοσιονομική της θέση, για να εγγράψει πολιτικά κέρδη στη διεθνή σκακιέρα: όσο οι ζημιές από τα ομόλογα των χωρών του Νότου ασκούν πιέσεις στις τράπεζες, άρα και δημοσιονομικές, στην Γαλλία, την Βρετανία και άλλες ισχυρές χώρες της Ευρώπης, τόσο αναδεικνύεται με σαφέστερο τρόπο η γερμανική υπεροχή.
- Κοινός παρονομαστής όλων των σεναρίων που επεξεργάζεται η γερμανική ηγεσία, από την επιβολή αιματηρών προγραμμάτων λιτότητας στις «απείθαρχες» χώρες, μέχρι την πτώχευση, ή την έξοδό τους από τη ζώνη του ευρώ, ή ακόμη και ο ευσεβής πόθος ορισμένων για επαναφορά του μάρκου, είναι η ακραία υποτίμηση εισοδημάτων και αξιών, που θα διευκολύνει στα γερμανικά συμφέροντα να αγοράσουν σε τιμή ευκαιρίας βιομηχανίες και περιουσιακά στοιχεία τεράστιας αξίας στο παρελθόν.
- Κατάληξη αυτής της διεργασίας, όπως συνέβη και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, θα είναι να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η πλουτοπαραγωγική βάση της Γερμανίας, άρα και η θέση της στον παγκόσμιο ανταγωνισμό με τις χώρες της Ασίας, που παράγουν όλο και ποιοτικότερα προϊόντα, με εξαιρετικά ανταγωνιστικό κόστος.
Με αυτά τα δεδομένα, ο «ξαφνικός», φαινομενικά, αντιευρωπαϊσμός των Γερμανών εξηγείται άριστα με οικονομικούς και στρατηγικούς όρους και οδηγεί την Ευρώπη σε νέους συσχετισμούς δυνάμεων, εξαιρετικά δυσμενείς ακόμη και για την Γαλλία, αν δεν δημιουργηθούν γρήγορα αντισυσπειρώσεις κρατών, που θα θέσουν υπό έλεγχο το νέο γερμανικό μεγαλοϊδεατισμό…
Μπορεί η κρίση να οδηγήσει στις 'Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης';
Τετάρτη, 28 Απρίλιος 2010 01:22
Η πετρελαϊκή κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 70’ οδήγησε τις ΗΠΑ στην αδυναμία/άρνηση αποπληρωμής του χρέους τους σε χρυσό και στην αναζήτηση ενός εναλλακτικού νομισματικού συστήματος το οποίο θα μπορούσε να τις βγάλει από τη μεγαλύτερη κρίση χρέους στη μοντέρνα ιστορία τους. Με πρωτεργάτη των Paul Volcker, υφυπουργό οικονομικών (1969 –1974) και υπεύθυνου διεθνών νομισματικών σχέσεων, οι ΗΠΑ κατήργησαν, εν μία νυκτί, το μέχρι εκείνη τη στιγμή διεθνές νομισματικό σύστημα, το οποίο είχε στην καρδιά του τη σύνδεση των νομισμάτων με το χρυσό και το αντικατέστησαν με το σύστημα ‘ελεύθερης’ διακύμανσης των νομισματικών ισοτιμιών, όπου η τιμή των νομισμάτων καθορίζεται με βάση τους ‘κανόνες της προσφοράς και της ζήτησης’.
Προκειμένου να κατευνάσουν την αντίδραση των εξοργισμένων πιστωτών τους (Βρετανίας, Γαλλίας, Ολλανδίας κλπ) και να τους πείσουν να δεχτούν την αποπληρωμή του χρέους σε δολάρια, αποφεύγοντας έτσι την πτώχευση, οι ΗΠΑ πέτυχαν, με την απειλή πολέμου (σύμφωνα με αποχαρακτηρισμένα, πρώην, απόρρητα βρετανικά έγγραφα), να ‘πείσουν’ τους Άραβες σε συμφωνία για τη διεξαγωγή του εμπορίου πετρελαίου αποκλειστικά και μόνο σε δολάριο, συνδέοντας το, έτσι, με το πιο σημαντικό εμπόρευμα του κόσμου και μετατρέποντας το σε παγκόσμιο νόμισμα, το οποίο όλες οι χώρες θα χρειάζονταν στο εξής, όσο θα είχαν ανάγκη από πετρέλαιο.
Τα κράτη βρέθηκαν αντιμέτωπα με ένα νέο σύστημα διακύμανσης των νομισμάτων τους, χωρίς να κατανοούν καλά τους κανόνες και τη λειτουργία του, ενώ οι ΗΠΑ, που το είχαν δημιουργήσει, το εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο, απογειώνοντας την τιμή του δολαρίου έναντι των υπόλοιπων νομισμάτων στα ύψη, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αντιμετωπίσουν τις αφόρητες πληθωριστικές πιέσεις από την άνοδο της τιμής του πετρελαίου, μεταφέροντας τες, έτσι, στα υπόλοιπα κράτη και κυρίως στην Ευρώπη, η οποία κατρακύλησε σε μία πολυετή περίοδο οικονομικής ύφεσης, που την οδήγησε το 1979 στην ίδρυση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος (ΕΝΣ), με την υιοθέτηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Μονάδας (ΕΚΜ), ενός άτυπου νομίσματος, προθάλαμου του ευρώ, πάνω στο οποίο συνδέθηκαν τα νομίσματα πολλών κρατών, με τη δυνατότητα απόκλισης μεταξύ τους μέχρι 2,5%.
Με τα ευρωπαϊκά νομίσματα να συνδέονται μεταξύ τους προκειμένου να γίνουν ισχυρότερα αλλά με το δολάριο να έχει συνδεθεί με το πετρέλαιο του οποίου η τιμή αυξήθηκε κατά 900% σε μερικά χρόνια, το αμερικανικό νόμισμα έγινε πανίσχυρο ενώ οι χώρες που εξήγαν πετρέλαιο βρέθηκαν με τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα το οποίο ήταν, εξ ολοκλήρου, σε δολάρια. Το πλεόνασμα αυτό κατευθύνθηκε προς ευρωπαϊκές και αμερικανικές τράπεζες, οι οποίες άρχισαν να αναζητούν υποψήφιους δανειζόμενους προκειμένου να το εκμεταλλευτούν. Καθώς η διεθνής αλλά και οι περισσότερες εγχώριες οικονομίες ανά τον κόσμο ήταν πολύ ταλαιπωρημένες από την πετρελαϊκή κρίση, οι ανάγκες δανεισμού, μεταξύ άλλων και για την αγορά πετρελαίου, ήταν ιδιαίτερα αυξημένες και έτσι ο παγκόσμιος δανεισμός εκτινάχθηκε, τόσο στα αναπτυγμένα όσο και στα Λιγότερο Αναπτυγμένα Κράτη (ΛΑΚ), στα οποία συμπεριλαμβάνονταν και η Ελλάδα.
Με το πετροδολάρια να ρέουν άφθονα και με τη δίψα γι’ αυτά να είναι μεγάλη, κανείς δεν μπήκε στον κόπο να ερευνήσει κατά πόσο τα κράτη που δανείζονταν είχαν την υποδομή να διαχειριστούν σωστά τα δανεικά κεφάλαια ώστε να μην βρεθούν σε δύσκολη θέση στο μέλλον. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσουν μία σειρά από κρίσεις χρέους, με ποιο γνωστή αυτήν του Μεξικό, το οποίο προκειμένου να την ξεπεράσει εξασφαλίζοντας οικονομική ‘στήριξη’ από τις ΗΠΑ, αναγκάστηκε να παραχωρήσει σε αυτές, με διμερείς συμφωνίες, την εκμετάλλευση του μεγαλύτερου τμήματος των πετρελαιοπηγών του. Άλλες χώρες που προέβησαν σε βαρύ δανεισμό, όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Ιταλία, απέφυγαν τη μοίρα του Μεξικό αλλά κατά τη διάρκεια του ‘80 είδαν το χρέος τους ως ποσοστό του ΑΕΠ να απογειώνεται, το δημόσιο έλλειμμα τους να εκτινάσσεται και τον υψηλό πληθωρισμό να επιμένει (σύμφωνα με στοιχεία από έκθεση του ΔΝΤ, 1997), ενώ υποχρεώθηκαν να δανείζονται με επιτόκια κοντά η και παραπάνω από το 20% στα επόμενα χρόνια, προκειμένου να συνεχίσουν να καλύπτουν τις δανειακές τους ανάγκες αλλά και να αναχρηματοδοτούν το χρέος τους.
Η νέα διεθνής ύφεση στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, μεγένθυνε και ανέδειξε τις αποκλίσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών οικονομιών, αποκαλύπτοντας ότι ήταν άστοχη η επιλογή του 2,5% ως η μέγιστη για την απόσταση των νομισμάτων μεταξύ τους και υπό το βάρος μίας σφοδρής νομισματικής επίθεσης σε πληθώρα ευρωπαϊκών κρατών (Ιρλανδία, Δανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Βρετανία κλπ) η οποία πέταξε εκτός του συστήματος τη βρετανική στερλίνα και οδήγησε σε δριμεία υποτίμηση πολλά ευρωπαϊκά νομίσματα ωθώντας στα ύψη το δημόσιο χρέους και τα επιτόκια δανεισμού των αντίστοιχων κρατών τους, η Ευρώπη αναγκάστηκε να προβεί στην αναθεώρηση των κανόνων λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και στην υιοθέτηση νέων και πιο ευέλικτων, οι οποίοι και κατέληξαν, αργότερα, στη συμφωνία για τη δημιουργία του ευρώ.
Μία νέα κρίση, αυτή τη φορά στην Ασία, προκάλεσε την αλλαγή του ασιατικού νομισματικού συστήματος, κάτω και πάλι από την πίεση κερδοσκοπικών επιθέσεων σε σειρά ασιατικών κρατικών νομισμάτων, διαμορφώνοντας το σκηνικό που ισχύει στην Ασία μέχρι και σήμερα. Το ασταθές νομισματικό περιβάλλον επηρέασε και τη δραχμή, η οποία, σύμφωνα με έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος του 1998, μετά την οικονομική κρίση στην Ασία θεωρήθηκε υπερτιμημένη και δέχτηκε κερδοσκοπικές πιέσεις μέχρις ότου εντάχθηκε στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, δύο χρόνια πριν από την προγραμματισμένη υιοθέτηση του ευρώ από την Ελλάδα. Αποτέλεσμα της επίθεσης εναντίον της δραχμής ήταν η αύξηση του κρατικού κόστους δανεισμού (ενδεικτικά από το 8,4% στο 12,8% για τα ομόλογα τριμήνου) και η υποτίμηση της κατά 12,3% έναντι της ΕΚΜ, με βασικό στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της χώρας ενώ η κυβέρνηση εξήγγειλε μία δέσμη δημοσιονομικών και διαρθρωτικών αλλαγών.
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, η υιοθέτηση του ευρώ από τα κράτη της ευρωζώνης ‘σήμαινε την παραίτηση από τη δυνατότητα να προσαρμόζουν τη συναλλαγματική τους ισοτιμία και να ασκούν ανεξάρτητη νομισματική πολιτική’ με την προσδοκία ότι ‘η ενιαία νομισματική πολιτική και η εξάλειψη του συναλλαγματικού κινδύνου σε συνδυασμό με την ενοποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών’ θα συνεπάγονταν ότι ‘τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια (θα) πρέπει να βρίσκονται περίπου στο ίδιο επίπεδο σε όλες τις χώρες.’ Αν μέσα σε ένα τέτοιο σύστημα, ωστόσο, δεν αμβλυνθούν οι οικονομικές αποκλίσεις μεταξύ των κρατών που συμμετέχουν σε αυτό, τότε, σύμφωνα με την έκθεση, ελλοχεύει ο κίνδυνος ‘ασύμμετρων διαταραχών’ σε περιόδους μακροοικονομικών κρίσεων, ιδιαίτερα σε χώρες ‘με υψηλό δημόσιο χρέος όπως η Ελλάδα και η Ιταλία’ που ‘πρέπει να συνεχίσουν τις προσπάθειας δημοσιονομικής εξυγίανσης, προκειμένου να μειώσουν το ύψος του συνολικού χρέους.’.
Ωστόσο, το χρέος δε μειώθηκε στις χώρες αυτές και η οικονομική σύγκλιση δεν επήλθε ποτέ, ενώ, για παράδειγμα στην Ελλάδα, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ διατηρήθηκε πάνω από το 100% από το 1999 και μετά. Φτάνουμε, έτσι, στην τρέχουσα διεθνή κρίση, που ως η μεγαλύτερη των τελευταίων 80 ετών μεγένθυνε και ανέδειξε τις αποκλίσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών οικονομιών πολύ περισσότερο απ’ ότι εκείνη στις αρχές του ‘90, αποκαλύπτοντας τις αδυναμίες και τα τρωτά σημεία της ευρωζώνης. Και ενώ το ‘90 η νομισματική επίθεση ξεκίνησε από τη Βρετανία, τώρα ξεκίνησε από την Ελλάδα, η οποία είδε τα επιτόκια δανεισμού της να αυξάνονται εκθετικά, παθαίνοντας έμφραγμα από το χρηματοπιστωτικό σοκ.
Και αν και τα ΜΜΕ επιμένουν να κάνουν λόγο για ‘ελληνική κρίση’, στην πραγματικότητα αυτή ήταν εξ αρχής ευρωπαϊκή κάτι που θα φαίνεται όλο και περισσότερο όσο ο χρόνος θα κυλά, όπως ακριβώς συνέβη και το 1990, όταν όλοι εστίαζαν στην κατάρρευση της στερλίνας για να δουν, τελικά, να λυγίζει, να τραυματίζεται και να αλλάζει ολόκληρη η Ευρώπη (με εξαίρεση, ίσως, τη Γερμανία).
Μάλιστα σήμερα, τα νέα ‘χρηματοπιστωτικά όπλα μαζικής καταστροφής’, όπως εύστοχα έχει ονομάσει μία κατηγορία χρηματιστηριακών παραγώγων προϊόντων ο Γουόρεν Μπάφετ (ο οποίος, πάντως έχει επενδύσει δεκάδες δισεκατομμύρια σε αυτά), κάνουν ακόμη πιο οδυνηρές και εύκολες τις χρηματοπιστωτικές και νομισματικές επιθέσεις αλλά και επιτρέπουν την αναμετάδοση του χρηματοπιστωτικού πολέμου σε ζωντανό χρόνο, με έναν τρόπο παρόμοιο με αυτόν που ζήσαμε στον πρόσφατο πόλεμο στο Ιράκ, τον οποίο παρακολούθησαν ζωντανά δισεκατομμύρια τηλεθεατές σε όλον τον κόσμο.
Έτσι, δισεκατομμύρια άνθρωποι παρακολούθησαν τους τελευταίους μήνες την Ελλάδα να αναρριχάται στη λίστα των πιθανότερων προς πτώχευση χωρών, μέσω του νέου σχετικού συστήματος υπολογισμού με τη χρήση των CDS (ασφάλιστρα κρατικού χρέους), περνώντας από τη 10η στην 5η και τελικά στην 1η θέση, με την πιθανότητα της για πτώχευση να υπολογίζεται, πλέον, στο 46,7% πάνω αυτήν χωρών όπως η Βενεζουέλα, η Αργεντινή, το Πακιστάν και το Ιράκ. Και ενώ όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στην Ελλάδα, μέσα σε λίγες ημέρες η Πορτογαλία έχει βρεθεί στην 6η θέση της σχετικής λίστας, με τις πιθανότητες της για πτώχευση να πολλαπλασιάζονται φτάνοντας στο 26,11% και το επιτόκιο του 10ετούς της ομολόγου να εκτινάζεται στο 5,53%, πάνω από αυτό της συμφωνίας στήριξης της Ελλάδας με την ΕΕ και το ΔΝΤ.
Από τις 12 μέχρι τις 27 Απριλίου, οι τιμές των CDS μερικών εκ των μεγαλύτερων τραπεζών και εταιριών της Πορτογαλίας έχουν τριπλασιαστεί, με το μέσο όρο των CDS του τραπεζικού της κλάδου να έχει αυξηθεί από τις 60 στις 325 μονάδες βάσης από την αρχή του έτους. Μα το έργο δεν τελειώνει εδώ καθώς η επίθεση έχει αρχίσει να γίνεται αισθητή και στην Ισπανία, με τις τιμές των CDS για τον τραπεζικό της κλάδο να έχουν αυξηθεί από τις 100 στις 250 μονάδες από την αρχή της χρονιάς, καταγράφοντας άνοδο της τάξης του 70% τον τελευταίο μήνα και με την τιμή του CDS της Ιρλανδίας να έχει αυξηθεί από τις 145 στις 200 μονάδες την τελευταία εβδομάδα.
Και την ώρα που το ειδικό τμήμα του αμερικανικού υπουργείου οικονομικών κάνει το καθιερωμένο γκάλοπ του μεταξύ των εταιριών που εμπορεύονται κρατικά ομόλογα, προκειμένου να πάρει τη γνώμη τους για το πώς θα πρέπει να κινηθεί ώστε να πετύχει μείωση των επιτοκίων τους, στην Ελλάδα οι ιθύνοντες δηλώνουν πως η τρέχουσα κρίση δεν έδωσε πρόωρα σημάδια και έτσι ήταν αδύνατον να προβλεφθεί και αρκούνται στο να ρίχνουν την ευθύνη ο ένας στον άλλον, αδυνατώντας, έστω και σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή, να συνεργαστούν για το καλό της χώρας, το οποίο πλέον αφήνεται να ‘οριστεί’ και να επιτευχθεί μέσω των μέτρων του ΔΝΤ, το οποίο δεν παύει να αποτελεί έναν βραχυπρόθεσμο δανειστή μας που υποχρεούται να λάβει υπόψη του, όσο χαράζει την οικονομική πολιτική της Ελλάδας, τόσο το συμφέρον και άλλων κρατών όσο και το δικό του.
Και όμως η κρίση ήταν δυνατόν να προβλεφθεί και αυτό συνέβη, έμμεσα, σε δεκάδες εκθέσεις του ΔΝΤ, της Τράπεζας της Ελλάδας και της ΕΕ, οι οποίες προειδοποίησαν από το 1997 πως χωρίς την ουσιαστική οικονομική σύγκλιση των κρατών της ευρωζώνης, η νομισματική ενοποίηση θα μπορούσε να προκαλέσει ‘ασύμμετρες διαταραχές και επιπλοκές’ σε περίπτωση μακροοικονομικών κρίσεων, όπως η τρέχουσα. Αλλά η κρίση μπορούσε, τουλάχιστον, να προβλεφθεί από το 2006, αφού έδωσε όλα τα σημάδια σε διεθνή κλίμακα, τα οποία αποτυπώθηκαν άψογα στις τάσεις των επιτοκίων των μακροπρόθεσμων ομολόγων των ευρωπαϊκών κρατών, τα οποία από τον Ιανουάριο του 2006 και μετά πήραν την ανιούσα, με αυτά της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Ιρλανδίας να παραμένουν σε έντονα ανοδική τάση στο μεγαλύτερο διάστημα των τελευταίων τεσσάρων ετών, προειδοποιώντας για αυτό που ερχόταν όλο και πιο κοντά μας.
Αλλά με την Ελλάδα, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Αγγλία, την Ιαπωνία, την Κίνα, τη Σιγκαπούρη κλπ να συμμετέχει στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα αλλά να μην έχει ούτε καν ένα μικρό τμήμα στο υπουργείο οικονομικών για την παρακολούθηση και τη μελέτη του και να αρκείται σε γενικές έρευνες της ΚΤΕ, χωρίς καμία οργάνωση και προετοιμασία για την επιβίωση στη σύγχρονη χρηματιστηριακή οικονομία, κανείς δε φάνηκε να είδε το οφθαλμοφανές και όλοι βρέθηκαν να πιάνονται εξ απήνης.
Και τώρα μοιάζει να συμβαίνει ακόμη ένα ακόμη λάθος, που πηγάζει από το συμπέρασμα ότι η τρέχουσα κρίση είναι, αμιγώς, ελληνική και την ελπίδα εύρεσης του φάρμακου μέσα από μέτρα τα οποία αποφασίζονται στην πιο ακατάλληλη χρονική στιγμή και με τον πλέον πρόχειρο, άτσαλο και βεβιασμένο τρόπο, υπό την πίεση της εξασφάλισης νέων δανεικών κεφαλαίων και χωρίς καμία πρόβλεψη για το τί θα συμβεί στην περίπτωση που δεν αποδώσουν όσο ελπίζουμε, κάτι που, συνήθως, αποτελεί τον κανόνα και όχι την εξαίρεση.
Μέσα σε αυτόν τον δημοσιονομικό ‘παροξυσμό’, δε βλέπουμε πως η Ευρώπη, έχει, ήδη, αναγνωρίσει πως το πρόβλημα είναι, κυρίως, δικό της, με την ενεργοποίηση του πρώτου πανευρωπαϊκού μηχανισμού οικονομικής στήριξης χώρας μέλους, ο οποίος θυμίζει της κρατικές μεταβιβάσεις κεφαλαίων σε προβληματικές πολιτείες από έναν κεντρικό προϋπολογισμό, που συναντάμε στο ομοσπονδιακό σύστημα των ΗΠΑ, δημιουργώντας, έτσι, ένα ‘δεδικασμένο’ για ένα μηχανισμό που θα είναι πολύ δύσκολο να μην ενεργοποιηθεί ξανά στην περίπτωση που αυτό ζητηθεί και από άλλες χώρες της ευρωζώνης, κάτι το οποίο δεν πρέπει να αποκλείουμε.
Το κυριότερο, όμως, είναι πως η κρίση ανέδειξε την εγγενή αδυναμία όλων των κρατών της Ευρώπης, ακόμη και της Γερμανίας, να ικανοποιήσουν τα κριτήρια που τα ίδια έθεσαν πριν από 10, περίπου, χρόνια και με τις προβλέψεις για την αύξηση του μέσου όρου του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 115% για τα αναπτυγμένα κράτη, μέχρι το 2014 και την παράλληλη εκτίναξη των ελλειμμάτων τους πολύ πάνω από το 3%, το πιθανότερο είναι πως όσο η τρέχουσα χρηματοπιστωτική επίθεση εξελίσσεται η Ευρώπη να οδηγείται στο δίλλημα της απόφασης ανάμεσα σε μία νέα, πιο ευέλικτη αλλά και πιο ενιαία ευρωπαϊκή πραγματικότητα ή στην ενδεχόμενη διάλυση της.
Στο μεταξύ, το δολάριο συνεχίζει να απολαμβάνει και να επιβεβαιώνει την απόλυτη κυριαρχία του ως το μόνο παγκόσμιο νόμισμα, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να επωμίζονται τα οφέλη που απορρέουν από αυτήν την κατάσταση, ενώ ακόμη και ο Paul Volcker, ο άνθρωπος που δημιούργησε το διεθνές νομισματικό σύστημα που έφερε την Αμερική σε τόσο πλεονεκτική θέση έναντι των υπόλοιπων χωρών, παραμένει στο τιμόνι της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ ως ο βασικός οικονομικός σύμβουλος του Προέδρου Ομπάμα. Και επειδή η ιστορία, καμία φορά, επαναλαμβάνεται με τρόπο ανησυχητικά ίδιο με αυτόν του παρελθόντος, πίσω από την τρέχουσα χρηματοπιστωτική επίθεση στην Ευρώπη πρωτοστατεί, σύμφωνα με εισαγγελική έρευνα που ξεκίνησε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, ο Τζορτζ Σόρος, ο άνθρωπος που πρωταγωνίστησε στη νομισματική κρίση των αρχών της δεκαετίας του ‘90 κερδίζοντας ένα δις δολάρια σε μία ημέρα κερδοσκοπώντας στη στερλίνα και οδηγώντας, τελικά, στη δημιουργία του ευρώ και που πρωταγωνίστησε στην ασιατική νομισματική κρίση το 1997, οδηγώντας στη δημιουργία του τρέχοντος ασιατικού νομισματικού συστήματος. Ίσως, τελικά, τίποτα να μην είναι τυχαίο.
Πάνος Παναγιώτου - διευθυντής ΕΚΤΑ, info@ekta1.gr
Προσαρμογή και αναδιάρθρωση ή καθυστέρηση και στάση πληρωμών
Τετάρτη, 28 Απρίλιος 2010 01:26
Τη στιγμή που η Ελλάδα ενεργοποιεί το πακέτο διάσωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ύψους 45 δις ευρώ, καθίσταται σαφές ότι απαιτείται μια νέα, πολύ πιο ισορροπημένη προσέγγιση. Υπάρχουν δύο προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν: το πρώτο έχει να κάνει με την αξιοπιστία του ελληνικού προγράμματος δημοσιονομικής σταθεροποίησης και το δεύτερο με το πώς θα καλυφθούν τα μεσοπρόθεσμα κενά χρηματοδότησης της χώρας.
Το μέγεθος της προσπάθειας που απαιτείται για την ελληνική δημοσιονομική προσαρμογή έχει γίνει πια κατανοητό. Το δημόσιο έλλειμμα πρέπει να μειωθεί τουλάχιστον κατά 10% του ΑΕΠ (από 13% του ΑΕΠ σε λιγότερο του 3%). Το κύριο πρόβλημα που δεν έχει αντιμετωπιστεί μέχρι στιγμής, είναι ότι για να επιτευχθεί μια δημοσιονομική προσαρμογή τέτοιας κλίμακας απαιτείται από την κυβέρνηση να προχωρήσει σε δύο μεγάλα βήματα που είναι δυνατά μόνο με ευρεία κοινωνική συναίνεση: την περικοπή των μισθών και την περικοπή των κοινωνικών δαπανών. Κανένα τους δεν έχει την έγκριση του ελληνικού λαού. Κι όμως είναι αναπόφευκτα.
Πολύ γνωστό είναι και το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας. Το μοναδιαίο κόστος εργασίας έχει αυξηθεί κατά 10 - 20% περισσότερο από ό,τι στη Γερμανία. Αν η Ελλάδα θέλει να παραμείνει στην Ευρωζώνη, πρέπει να προχωρήσει σε μια ‘εσωτερική υποτίμηση’, μια σημαντική περικοπή των ονομαστικών μισθών.
Η κυβέρνηση μπορεί να περικόψει τους μισθούς στο δημόσιο τομέα – και το έχει κάνει – αλλά αυτό δεν αρκεί. Απαιτείται μια μεγάλη περικοπή μισθών στον ιδιωτικό τομέα ούτως ώστε να δοθεί ώθηση στις εξαγωγές (που σήμερα αντιπροσωπεύουν λιγότερο του 20% του ΑΕΠ, συνυπολογίζοντας τα αγαθά και τις υπηρεσίες) για να δημιουργηθεί τουλάχιστον μία πηγή ανάπτυξης.
Η Ελλάδα συνεπώς χρειάζεται ένα ‘Εθνικό Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας’, όπου η κυβέρνηση, η αντιπολίτευση, οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι θα συμφωνήσουν σε μια σειρά από μέτρα που θα περιορίσουν το μοναδιαίο κόστος εργασίας τουλάχιστον κατά 10%. Τρεις τύποι μέτρων μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη αυτού του στόχου: προσαρμογή των ονομαστικών μισθών, επιμήκυνση του ωραρίου εργασίας και περικοπή των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Τον ακριβή συνδυασμό των ως άνω μέτρων θα τον αποφασίσει η ίδια η Ελλάδα, αλλά η σημαντική μείωση του μοναδιαίου εργατικού κόστους αποτελεί το πρώτο ουσιαστικό βήμα για την επιτυχημένη προσαρμογή, και γι’ αυτό πρέπει να αποτελέσει προϋπόθεση για τη χορήγηση του πακέτου στήριξης των ΔΝΤ/ΕΕ.
Εξίσου αναπόφευκτη είναι και μια μεγάλη περικοπή των κοινωνικών δαπανών προκειμένου να επιτευχθεί η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών. Η μεγέθυνση του δημοσίου ελλείμματος στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία είχε κυρίως να κάνει με την πολύ μεγάλη αύξηση των επιδομάτων του κοινωνικού κράτους, που από το 20% πέρασαν στο 30%, χωρίς αυτή η αύξηση να συμβαδίζει με ανάλογη αύξηση των φορολογικών εσόδων.
Σε αντίθεση με ό,τι πιστεύεται, το κονδύλι των μισθών του δημοσίου τομέα έχει περιθωριακή σημασία. Η κυβέρνηση πήρε τα περισσότερα μέτρα της αναγκαίας αναπροσαρμογής σε αυτόν τον τομέα.
Στην πραγματικότητα οι περικοπές των μισθών του δημόσιου τομέα μπορούν να αποδώσουν μόλις 1% ως 2% του ΑΕΠ για τη δημοσιονομική σταθεροποίηση. Με δεδομένο ότι οι κοινωνικές δαπάνες φτάνουν το 60% των συνολικών δημοσίων δαπανών, για να επιτευχθεί η δημοσιονομική αναπροσαρμογή απαιτείται μια σημαντική περικοπή τους. Η εναλλακτική λύση, η αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 50% μέσα σε λίγα χρόνια, είναι απλά ανέφικτη.
Η μεταρρύθμιση του κράτους πρόνοιας σε βάθος και η οικοδόμηση ενός σύγχρονου συστήματος διαχείρισης των φορολογικών εσόδων απαιτούν χρόνο. Αλλά οι αγορές δεν είναι διατεθειμένες να δώσουν χρόνο στην Ελλάδα, και αυτό μας φέρνει στο δεύτερο μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα.
Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να έχει χώρο να ανασάνει προκειμένου η μεταρρυθμιστική διαδικασία να είναι αποτελεσματική, και γι’ αυτό είναι σκόπιμο να ανακοινώσει μια σχετικά απλή αναδιάρθρωση του χρέους στο χρόνο: συγκεκριμένα την παράταση της λήξης όλων των ήδη εκδοθέντων κρατικών ομολόγων για άλλα 5 χρόνια με το ίδιο επιτόκιο. Στην περίπτωση αυτή η ελληνική κυβέρνηση δεν θα έχει να καταβάλλει πληρωμές για τα επόμενα 5 χρόνια και θα έχει να αναχρηματοδοτήσει ομόλογα ύψους περί τα 30 δις ευρώ ετησίως για κάθε χρονιά από το 2015 και μετά, όπου τα πράγματα θα είναι διαχείρισιμα. Οι χρηματοδοτικές ανάγκες του κράτους τότε θα είναι πολύ πιο περιορισμένες, και το πακέτο οικονομικής συνδρομής των ΕΕ/ΔΝΤ των 45 δις θα καλύψει εν τω μεταξύ το μεγαλύτερο μέρος των όλο και πιο χαμηλών ελλειμμάτων της ‘περιόδου χάριτος’.
Δίχως μια ανάλογη παράταση της λήξης των ελληνικών ομολόγων, είναι εντελώς απίθανο ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να αναχρηματοδοτήσει τις εκδόσεις ομολόγων ύψους 30 δις ευρώ που ωριμάζουν κάθε χρόνο για τα επόμενα χρόνια. Έτσι με τον καιρό, οι χώρες της Ευρωζώνης θα πρέπει αναπόφευκτα να αναχρηματοδοτήσουν το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Κι αυτό είναι η απόλυτη συνταγή για την ανάπτυξη πολιτικών εντάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς οι Έλληνες πάντα θα θεωρούν το επιτόκιο πολύ υψηλό και οι Γερμανοί πολύ χαμηλό (τουλάχιστον σε σχέση με τα επιτόκια της αγοράς). Επιπλέον από τη στιγμή που η Ευρωζώνη θα αρχίσει να αναχρηματοδοτεί το ελληνικό δημόσιο χρέος, δίχως τη συμβολή των ιδιωτών επενδυτών, θα καταστεί πολιτικά αδύνατο να σταματήσει.
Η συγκεκριμένη πρόταση αναδιάρθρωσης του ελληνικού δημοσίου χρέους θα αποτελέσει ένα καθαρό μήνυμα της ετοιμότητας της ελληνικής κυβέρνησης για πλήρη εξυπηρέτηση των δανειακών της υποχρεώσεων και θα γίνει δεκτή από τις αγορές χωρίς πολλές αναταραχές. Βέβαια, δίχως ένα αξιόπιστο πρόγραμμα οικονομικής αναπροσαρμογής, οι αγορές θα αντιμετωπίσουν κάθε αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους ως προοίμιο για μια πραγματική στάση πληρωμών αργότερα, κι αυτό θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερα πρίμιουμ.
Αλλά και το καλύτερο πρόγραμμα δημοσιονομικής αναπροσαρμογής δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί δίχως μια κάποια συμβολή και των ιδιωτών επενδυτών, δηλαδή κάποιον τύπο αναδιάρθρωσης του χρέους. Η μόνη διέξοδος για την Ελλάδα είναι επομένως να συνδυάσει και τα δύο αυτά στοιχεία: αναδιάρθρωση του χρέους της και εθνική συναίνεση για περικοπές σε μισθούς και κοινωνικές δαπάνες. Η παρούσα προσέγγιση – που εστιάζει μόνο στις ανάγκες χρηματοδότησης ή δημοσιονομικής αναπροσαρμογής για το έτος 2010 και αφήνει όλες τις δύσκολες αποφάσεις για αργότερα – δεν θα αποδώσει.