Για όσους γεννήθηκαν πριν το 1980...

το πήρα από το http://dotteamblog.blogspot.com/ και το αναδημοσιεύω αυτούσιο...

H αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πώς καταφέραμε να επιβιώσουμε.

Ήμαστε μια γενιά σε αναμονή: περάσαμε την παιδική μας ηλικία περιμένοντας. Έπρεπε να περιμένουμε δύο ώρες μετά το φαγητό πριν κολυμπήσουμε, δύο ώρες μεσημεριανό ύπνο για να ξεκουραστούμε και τις Κυριακές έπρεπε να μείνουμε νηστικοί όλο το πρωί για να κοινωνήσουμε. Ακόμα και οι πόνοι περνούσαν με την αναμονή.

Κοιτάζοντας πίσω, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί. Εμείς ταξιδεύαμε σε αυτοκίνητα χωρίς ζώνες ασφαλείας και αερόσακους. Κάναμε ταξίδια 10 και 12 ωρών, πέντε άτομα σε ένα Φιατάκι και δεν υποφέραμε από το «σύνδρομο της τουριστικής θέσης».

Δεν είχαμε πόρτες, παράθυρα, ντουλάπια και μπουκάλια φαρμάκων ασφαλείας για τα παιδιά. Ανεβαίναμε στα ποδήλατα χωρίς κράνη και προστατευτικά, κάναμε ωτο-στοπ, καβαλάγαμε μοτοσικλέτες χωρίς δίπλωμα. Οι κούνιες ήταν φτιαγμένα από μέταλλο και είχαν κοφτερές γωνίες.

Ακόμα και τα παιχνίδια μας ήταν βίαια. Περνάγαμε ώρες κατασκευάζοντας αυτοσχέδια αυτοκίνητα για να κάνουμε κόντρες κατρακυλώντας σε κάποια κατηφόρα και μόνο τότε ανακαλύπταμε ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένα. Παίζαμε «μακριά γαιδούρα» και κανείς μας δεν έπαθε κήλη ή εξάρθρωση. Βγαίναμε από το σπίτι τρέχοντας το πρωί, παίζαμε όλη τη μέρα και δεν γυρνούσαμε στο σπίτι παρά μόνο αφού
είχαν ανάψει τα φώτα στους δρόμους. Κανείς δεν μπορούσε να μάς βρει.

Τότε δεν υπήρχαν κινητά. Σπάγαμε τα κόκκαλα και τα δόντια μας και δεν υπήρχε κανένας νόμος για να τιμωρήσει τους «υπεύθυνους». Ανοίγανε κεφάλια όταν παίζαμε πόλεμο με πέτρες και ξύλα και δεν έτρεχε τίποτα. Ήταν κάτι συνηθισμένο για παιδιά και όλα θεραπεύονταν με λίγο ιώδιο ή μερικά ράμματα. Δεν υπήρχε κάποιος να κατηγορήσεις παρά μόνο ο εαυτός σου. Είχαμε καυγάδες και κάναμε καζούρα ο ένας στον άλλος και μάθαμε να το ξεπερνάμε.

Τρώγαμε γλυκά και πίναμε αναψυκτικά, αλλά δεν ήμασταν παχύσαρκοι. Ίσως κάποιος από εμάς να ήταν χοντρός και αυτό ήταν όλο.Μοιραζόμασταν μπουκάλια νερό ή αναψυκτικά ή οποιοδήποτε ποτό και κανένας μας δεν έπαθε τίποτα. Καμιά φορά κολλάγαμε ψείρες στο σχολείο και οι μητέρες μας το αντιμετώπιζαν πλένοντάς μας το κεφάλι με ζεστό ξύδι.

Δεν είχαμε Playstations, Nintendo 64, 99 τηλεοπτικά κανάλια, βιντεοταινίες με ήχο surround, υπολογιστές ή Ιnternet. Εμείς είχαμε φίλους.Κανονίζαμε να βγούμε μαζί τους και βγαίναμε. Καμιά φορά δεν κανονίζαμε τίποτα, απλά βγαίναμε στο δρόμο και εκεί συναντιόμασταν για να παίξουμε κυνηγητό, κρυφτό, αμπάριζα... μέχρι εκεί έφτανε η τεχνολογία. Περνούσαμε τη μέρα μας έξω, τρέχοντας και παίζοντας.

Φτιάχναμε παιχνίδια μόνοι μας από ξύλα. Χάσαμε χιλιάδες μπάλλες ποδοσφαίρου. Πίναμε νερό κατευθείαν από τη βρύση, όχι εμφιαλωμένο, και κάποιοι έβαζαν τα χείλη τους πάνω στη βρύση. Κυνηγούσαμε σαύρες και πουλιά με αεροβόλα στην εξοχή, παρά το ότι ήμασταν ανήλικοι και δεν υπήρχαν ενήλικοι για να μας επιβλέπουν. Θεέ μου!

Πηγαίναμε με το ποδήλατο ή περπατώντας μέχρι τα σπίτια των φίλων και τους φωνάζαμε από την πόρτα. Φανταστείτε το! Χωρίς να ζητήσουμε άδεια από τους γονείς μας, ολομόναχοι εκεί έξω στο σκληρό αυτό κόσμο! Χωρίς κανέναν υπεύθυνο! Πώς τα καταφέραμε;

Στα σχολικά παιχνίδια συμμετείχαν όλοι και όσοι δεν έπαιρναν μέρος έπρεπε να συμβιβαστούν με την απογοήτευση. Κάποιοι δεν ήταν τόσο καλοί μαθητές όσο άλλοι και έπρεπε να μείνουν στην ίδια τάξη. Δεν υπήρχαν ειδικά τεστ για να περάσουν όλοι. Τι φρίκη!

Κάναμε διακοπές τρεις μήνες τα καλοκαίρια και περνούσαμε ατέλειωτες ώρες στην παραλία χωρίς αντιηλιακή κρέμα με δείκτη προστασίας 30 και χωρίς μαθήματα ιστιοπλοΐας, τένις ή γκολφ. Φτιάχναμε όμως φανταστικά κάστρα στην άμμο και ψαρεύαμε με ένα αγκίστρι και μια πετονιά.

Ρίχναμε τα κορίτσια κυνηγώντας τα για να τους βάλουμε χέρι, όχι πιάνοντας κουβέντα σε κάποιο chat room και γράφοντας ; ) : D : P

Είχαμε ελευθερία, αποτυχία, επιτυχία και υπευθυνότητα και μέσα από όλα αυτά μάθαμε και ωριμάσαμε. Δεν θα πρέπει να μάς παραξενεύει που τα σημερινά παιδιά είναι κακομαθημένα και χαζοχαρούμενα.

Αν εσύ είσαι από τους «παλιούς»... συγχαρητήρια! Είχες την τύχη να μεγαλώσεις σαν παιδί...

Ο μουσικός και τα φαντάσματα


Διαβάστε τι βρήκα από ένα mail του φίλου μου του Στράτου...



Ο μουσικός και τα φαντάσματα
Του Γιώργου Αγγελόπουλου gangel@dolnet.gr

Ένας από τους καλύτερους βιολιστές στον κόσμο παίζει εξαίσια μουσική παριστάνοντας τον πλανόδιο μουσικό την ώρα της πρωινής αιχμής σε σταθμό του μετρό της Ουάσιγκτον. Άραγε πόσοι θα σταματήσουν για να τον ακούσουν;
Το πείραμα έκανε η «Ουάσιγκτον Ποστ». Ο βιολιστής ήταν ο 39χρονος Τζόσουα Μπελ, διεθνούς φήμης βιρτουόζος που τρεις μέρες νωρίτερα είχε γεμίσει τη μεγαλοπρεπή Αίθουσα Συμφωνικής Μουσικής της Βοστώνης. Το βιολί του, ένα πολύτιμο Στραντιβάριους. Στις 7.51 π.μ. της Παρασκευής 12 Ιανουαρίου, την ώρα της πρωινής αιχμής, σ΄ έναν σταθμό που εξυπηρετεί κυρίως εργαζομένους σε κυβερνητικά γραφεία, ο Μπελ, ντυμένος με τζιν, μπλουζάκι και καπέλο του μπέιζμπολ, εκτέλεσε μέσα σε 43 λεπτά της ώρας έξι αριστουργήματα της κλασικής μουσικής- ξεκίνησε με το «Chaconne» από την παρτίτα Αρ.
2 του Μπαχ. Μπροστά του είχε ανοιχτή τη θήκη του βιολιού, με μερικά δολάρια για «μαγιά».
Τρία λεπτά πέρασαν χωρίς να συμβεί το παραμικρό. Εξήντα τρεις άνθρωποι είχαν ήδη περάσει όταν ένας μεσήλικας κοντοστάθηκε για κλάσμα του δευτερολέπτου και έστρεψε το κεφάλι προς τον μουσικό. Μισό λεπτό αργότερα, μια γυναίκα έριξε ένα δολάριο στη θήκη και απομακρύνθηκε. Χρειάστηκε να περάσουν έξι λεπτά για να σταματήσει κάποιος, να ακουμπήσει στον τοίχο και να ακούσει.
Στα τρία τέταρτα που έπαιξε ο Μπελ πέρασαν από μπροστά του 1.097 άνθρωποι. Επτά σταμάτησαν τουλάχιστον ένα λεπτό για να απολαύσουν τη μουσική. Είκοσι επτά έδωσαν χρήματα, οι περισσότεροι χωρίς να επιβραδύνουν- συγκεντρώθηκαν 32 δολάρια και κάτι ψιλά. Απομένουν 1.070 άνθρωποι που πέρασαν χωρίς να καταλάβουν τίποτε, πολλοί μόλις ένα μέτρο μακριά από τον βιρτουόζο, οι περισσότεροι χωρίς καν να γυρίσουν το κεφάλι. Και στις τρεις ομάδες υπήρχαν λευκοί, μαύροι και ασιάτες, νέοι και ηλικιωμένοι, άνδρες και γυναίκες. Μία μόνο δημογραφική ομάδα είχε απολύτως συνεπή συμπεριφορά. Κάθε φορά που περνούσε ένα παιδί, προσπαθούσε να σταματήσει για να δει και να ακούσει. Και κάθε φορά ένας γονιός το έσπρωχνε μακριά.
Όλα βιντεοσκοπήθηκαν με μια κρυφή κάμερα. Στην ταινία βλέπεις ανθρώπους να περνούν κατά κύματα, με χάρτινα ποτήρια καφέ στο χέρι και κινητά στο αυτί, σ΄ έναν θλιβερό χορό αδιαφορίας, αδράνειας και βιασύνης. Ο βιολιστής μοιάζει αποκομμένος από το κοινό του, που δεν τον βλέπει και δεν τον ακούει- ένα φάντασμα. Όμως είναι ο μοναδικός που βρίσκεται πραγματικά εκεί- τα φαντάσματα είναι οι άλλοι. Αν δεν μπορούμε να βρούμε λίγο χρόνο στη ζωή μας για να ακούσουμε έναν από τους καλύτερους μουσικούς στον κόσμο να παίζει μερικά από τα καλύτερα μουσικά κομμάτια που έχουν γραφτεί ποτέ, σχολιάζει η «Ποστ», αν η πίεση της σύγχρονης ζωής μάς κατακυριεύει σε σημείο να γινόμαστε κωφοί και τυφλοί σε κάτι τέτοιο, τότε τι άλλα πράγματα μπορεί να χάνουμε χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε;

http://www.tanea.gr/ColumnCategory.aspx?d=20070413&nid=3936412