Από την παρουσίαση του βιβλίου "Από Έλενα....Ελένη"...
Από το yiolap.blogspot.com
Το να παλεύεις να κρατηθείς στα πόδια σου όταν ο καρκίνος εισβάλλει στη ζωή σου σαν ένα θεόρατο τσουνάμι που παρασέρνει στο διάβα του όνειρα, αγάπες κι ό,τι μπορεί να προσμένει ένα κορίτσι στα δεκαεννιά του, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Το να κοιτάς το θάνατο ίσα στα μάτια και να τον αψηφάς συνεχίζοντας απτόητος τη ζωή σου με μια δύναμη που δεν επιτρέπει να καταθέτεις τα όπλα, απαιτεί σθένος, πίστη, αυτοσεβασμό, αξιοπρέπεια κι αγάπη για το θείο δώρο που σου έδωσε η φύση.
Δεν είναι ποτέ εύκολο να μιλά κανείς γι αυτά που τον φοβίζουν, γι αυτά που τον πονούν και τον πληγώνουν. Κι όμως η Ελένη Καλαμάρη τόλμησε να απλώσει τη ψυχή της, πιστεύοντας πως ο δικός της αγώνας θα βοηθήσει κάποιους συνανθρώπους της να αντιμετωπίσουν το δικό τους πρόβλημα. Κατάφερε με την αυτογνωσία να βγάλει προς τα έξω τον μικρό Θεό που όλοι κρύβουμε μέσα μας και να μετατρέψει το κακό σε καλό και μέσα από τα χαλάσματα που ξέρασε το τσουνάμι, να ανατείλει ένα λαμπρό μαργαριτάρι.
Η Ελένη Καλαμάρη δεν διαθέτει υπερφυσικές δυνάμεις. Είναι ένα κορίτσι της διπλανής πόρτας. Γεννήθηκε στην Γερμανία το 1978. Σπούδασε γραμματεία Διευθύνσεως και Μηχανογραφημένη Λογιστική. Γνωρίζει την Αγγλική και Γερμανική γλώσσα και ζει με τον γιο της στον Πειραιά.
Η ιστορία του βιβλίου αρχίζει όταν η Ελένη στα δεκαεννιά της ψηλάφησε ένα μικρό κουβαράκι στο λαιμό και χρειάστηκε τρία χειρουργεία για να το ξεπεράσει. Κι αφού ήταν κάτι που αντιμετωπίστηκε εύκολα, κανείς από τους δικούς της δεν ανάφερε στην ίδια τη λέξη «καρκίνος» για να μην διαταράξει την ήρεμη μέχρι τότε ζωή της. Το ονόμασαν πολυοζώδη βρογχοκήλη. Η Ελένη μετά απ’ αυτό, συνέχισε ανέμελα τη ζωή της και δεν άργησε η στιγμή που ένας μεγάλος έρωτας κτύπησε την πόρτα της καρδιάς της. Η γνωριμία της με τον Άγγελο, γόνο μιας πλούσιας επαρχιώτικης οικογένειας οδήγησε στον αρραβώνα, μετά στο γάμο και ακολούθως σε μια εγκυμοσύνη. Στον τέταρτο μήνα της εγκυμοσύνης έκανε την εμφάνισή του ένα κουβαράκι στο στήθος και λίγο αργότερα μια μετάσταση στα κόκκαλα. Το πόδι της ψηλά στο γοφό, της προκαλεί τρομερούς πόνους και την ακινητοποιεί τους μήνες της εγκυμοσύνης στο κρεβάτι. Αυτό ήταν η αφορμή να αρχίσει μια κατακραυγή από την οικογένεια του Άγγελου. Την κατηγόρησαν πως ενώ ήταν μια καρκινοπαθής, ξεγέλασε το γιο τους να την παντρευτεί καταστρέφοντάς του τη ζωή. Εκείνη τη δύσκολη ώρα που ο καθ’ ένας χρειάζεται αγάπη και μια αγκαλιά να κουρνιάσει τον φόβο και την αβεβαιότητα, η Ελένη αντιμετώπισε την πίκρα, την προδοσία και την εγκατάλειψη. Δεν την άφησα να το παιδί της όταν γεννήθηκε, της το πήραν. Μένει εντελώς μόνη από την πλευρά του άντρα της να αντιμετωπίσει την ασθένεια και το τέλος που καραδοκούσε. Οι γιατροί της είχαν δώσει τρεις έως έξι μήνες ζωής. Όμως αυτή δεν υποτάσσεται στο μοιραίο. Θέλει να παλέψει για το μωρό της. Υπομένει με θάρρος χημειοθεραπείες, ραδιοθεραπείες, το πέσιμο των μαλλιών, τα νύχια να φεύγουν μαζί με τις σάρκες της. Όμως η αγάπη για τη ζωή και γι αυτούς που αγαπά υπερέχει. Αποφασίζει να παλέψει και να νικήσει την ασθένεια. Μα πρώτα πρέπει να αποβάλει από μέσα της το κατακάθι της πίκρας και του θυμού. Σ’ αυτό τη βοηθά η Εκάτη, η δασκάλα, δίνοντάς της μαθήματα για την εσωτερικότητα, και αρχίζει να κάνει θεραπεία με Ρέικι. Λέει η Ελένη στο βιβλίο.
«Το πρώτο που θα έπρεπε να κάνω ήταν να γνωρίσω τον τρόπο σκέψης μου, την οπτική μου απέναντι στη ζωή. Κατόπιν, θα πολεμούσα να τα αλλάξω. Μόνο έτσι θα κατάφερνα να μετατρέψω το δάκρυ σε χαμόγελο, τη θλίψη σε χαρά, το μαύρο σε άσπρο, τον φόβο σε ελπίδα. Μόνο έτσι θα κατάφερνα να μετατρέψω την κατάρα σε δώρο!»
Ακούει τη δασκάλα της με προσοχή και προσπαθεί να καταλάβει πράγματα που της είναι εντελώς άγνωστα, μια νέα φιλοσοφία για αισθήματα και τρόπο σκέψης που θα επιδράσουν καταλυτικά στην ασθένεια. Πολλές φορές αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο εφικτό και το ανέφικτο και ρωτά πανικόβλητη τη δασκάλα της.
«Μα, να είμαι ευγνώμων που με πρόδωσαν;»
«Φυσικά! Απαντά η Εκάτη. Θα βλέπεις το σπίτι σου να καίγεται και θα λες ευχαριστώ στον εμπρηστή. Θα βλέπεις τους φίλους σου να σε προδίδουν και θα τους λες ευχαριστώ. Και αυτά όχι από αναισθησία, μοιρολατρία, ανοησία ή έλλειψη ικανότητας διαχείρισης. Εσύ γνωρίζεις ότι τα πάντα είναι ένα μάθημα. Οπότε βλέπεις καθαρά αυτό που είναι ο κάθε ένας από αυτούς, για εσένα, τους ευχαριστείς και προχωράς την ζωή σου παρακάτω. Ούτε μίση ούτε πάθη. Μόνο γνώση. Γνώση ότι ο εμπρηστής είναι εκπαιδευτής σου και ο προδότης δάσκαλος!»
Η Εκάτη έσκυψε και παρατήρησε από κοντά τον μικρό καρπό που κρεμόταν από ένα κλωνάρι ελιάς. «Όλη η υγεία του σώματος είναι συμπιεσμένη μέσα σε αυτόν τον μικρό καρπό» μονολόγησε. Την άκουσα να ευχαριστεί ψιθυριστά τον Δημιουργό. Έπειτα με πλησίασε και κάθισε πάλι δίπλα μου.
«Μην αφήσεις την ομίχλη των αναμνήσεων να σκεπάσει αυτό το φως που έχεις τώρα πάνω απ’ το κεφαλάκι σου! Αντίθετα, κάνε την φάρο. Κάνε την σοφία. Κάνε την συγχώρεση. Μόνο έτσι θα λυτρωθείς. Μην σπαταλήσεις ούτε ρανίδα της ύπαρξής σου πια για να αποδείξεις την αθωότητά σου. Εσύ ξέρεις ποια είσαι, αυτό πρέπει να σου αρκεί. Αν επιμείνεις, θα σου γίνει εμμονή. Στο τέλος θα καταλάβουν, θα δουν, δεν μπορεί να μην δουν τι έχουν κάνει. Ο ίδιος ο Θεός θα φροντίσει γι αυτό».
Και ο Θεός πράγματι φρόντισε. Η Ελένη επέστρεψε κοντά στο παιδί της. Ο καρκίνος εξαφανίστηκε για να επιστρέψει δύο χρόνια αργότερα και να τον πολεμήσει ξανά βάζοντας κάθε φορά μεγαλύτερο πείσμα να απομακρύνει το θάνατο. Μα όσο πιο πολύ εμβαθύνει στη φιλοσοφία, εξοικειώνεται πιο πολύ με την ιδέα του θανάτου. Προσπαθεί να προετοιμάσει το παιδί της με ένα πολύ γλυκό τρόπο αν τελικά επέλθει το αναπόφευκτο.
Αδράχνει την ευκαιρία όταν ο μικρός τη ρωτά «μαμά πού είναι ο Άγιος Βασίλης;»
Κι αυτή απαντά χαμογελαστή «Στον Βόρειο Πόλο μωρό μου». «Μαμά δεν τον βλέπω».
«Θέλεις να τον δεις; Τότε κάνε αυτό που θα σου πει η μανούλα. Κλείσε τα ματάκια σου μωράκι μου. Σκέψου τώρα τον Άγιο Βασίλη «βασιλιά μου». Δες τα άσπρα του γένια. Δες τα κόκκινα ρούχα του. Άκουσε τον με τα αυτάκια της φαντασίας σου να γελάει. Να σου λέει χο-χο-χο. Τώρα τον βλέπεις;» τον ρωτά τρυφερά.
«Ναι!» απάντησε χαρούμενος.
Κάθε φορά λοιπόν που θα θέλεις να βλέπεις κάποιον που αγαπάς και δεν είναι δίπλα σου, θα κάνεις αυτό που σου είπε τώρα η μανούλα. Θα κλείνεις τα ματάκια σου και θα τον σκέφτεσαι, είδες που τον βλέπεις αμέσως;»
«Έτσι βλέπω και τον μπαμπά» είπε ο μικρός με κέφι.
«Έτσι θα βλέπεις και την μανούλα… Ναι ζωή μου, κάθε φορά που θα θέλεις να με δεις και εγώ δεν είμαι δίπλα σου, θα κλείνεις τα ματάκια και θα με σκέφτεσαι, και τότε τσουπ, θα είμαι και πάλι μπροστά σου. Και να ξέρεις μικρέ μου άγγελε, ότι η μανούλα έχει μαγικές ικανότητες. Ακόμα και να μην με βλέπεις, ακόμα και να μην με ακούς, εγώ θα είμαι πάντα δίπλα σου, να σε αγαπάω και να σε προστατεύω». Λέγοντας αυτά προσπαθεί να κρατά τα μάτια στεγνά και τη φωνή σταθερή μ ην δώσει λανθασμένη εντύπωση στο παιδί της.
Ένα ακόμα απόσπασμα από το τέλος του βιβλίου όταν η εσωτερικότητά της θα έχει πια ολοκληρωθεί.
«Κι όμως, σαν κομμάτι του ίδιου σου του κόσμου, επιλέγω να επιμένω. Επιλέγω να ζω και να χαμογελάω. Κι όμως αναιρώ τον πρώτο μου κανόνα και θυμώνω. Θυμώνω με εσένα!
Μ’ εσένα, που κλαις γιατί δεν σου έφτασαν τα χρήματα να πάρεις ένα ακόμα ζευγάρι παπούτσια και σου λέω ότι υπάρχουν άνθρωποι χωρίς πόδια. Μ’ εσένα, που επιλέγεις να πεθάνεις, που χώνεις μια σύριγγα στη φλέβα, επειδή σου έτυχε μια δύσκολη ζωή ή μια αποτυχία, και σου λέω ότι η ζωή είναι για να την ζεις, να βαστάς γερά τα σκοινιά και να συνεχίζεις κόντρα στο κύμα.
Μ’ εσένα, που κάθεσαι στην αγκαλιά του ανθρώπου σου και κλεις ή καταριέσαι ή λες κουράστηκα, μόλις τύχει η πρώτη αναποδιά, και σου λέω ότι υπάρχουν άνθρωποι που αντιμετωπίζουν προβλήματα χωρίς να έχουν μια αγκαλιά να χωθούν μέσα της.
Ευτυχώς λοιπόν που αρρώστησα! Ευτυχώς που, έστω και στο τέλος –αν είναι τώρα το τέλος, ξύπνησα. Ευτυχώς που έπαθα και δεν λύγισα, όχι γιατί ήμουν πιο δυνατή από εσένα, αλλά γιατί επέλεξα να γίνω δυνατή! Δεν είμαι καλύτερη από εσένα! Είμαι το ίδιο με εσένα!»
Ποτέ άλλοτε σε παρουσίαση βιβλίου δεν έχω συναντήσει κόσμο να ακούει με τόση προσήλωση, με τέτοιο δέος! Οι ματιές τους απέναντι είχαν μια παράκληση, μια προσμονή να καταλάβουν, να βρουν την πηγή της δύναμης που έβγαλε την Ελένη νικήτρια στην πάλη της με τον καρκίνο. Δημοσιεύω την ομιλία της παρουσίασής μου όπως την έκανα στις 14 Απριλίου στο βιβλιοπωλείο ΠΑΡΓΑ.
«Σε κάποια ομιλία του ο Λεό Μπουσκάλια είπε:
Δεν έχει σημασία ποιος είμαι, τι ρούχα φορώ, τι αυτοκίνητο οδηγώ, ποια είναι η μόρφωσή μου. Σημασία έχει μπορείς να συγχωρέσεις; Μπορείς να ξεχάσεις; Μπορείς να πεις δεν πειράζει, άνθρωποι είναι και αυτοί, και να τους αγκαλιάσεις και μετά ν’ αγκαλιάσεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Και να ανακαλύψεις μέσα σου πόσο ιδιαίτερος και μοναδικός είσαι… Αυτό έκανε η Ελένη Καλαμάρη κυρίες και κύριοι.
Μέχρι πριν δύο εβδομάδες δεν την...
γνώριζα. Άκουσα για πρώτη φορά το όνομά της όταν ο Δημήτρης Μπαλαούρας μου ζήτησε να παρουσιάσω το βιβλίο της. Τώρα έχω την εντύπωση πως την γνωρίζω χρόνια. Γιατί το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας δεν είναι ένα μυθιστόρημα, είναι μια κατάθεση ψυχής, μια παρακαταθήκη για όλους εμάς, και γράφτηκε για να μας δώσει μαθήματα ζωής.Το να παλεύεις να κρατηθείς στα πόδια σου όταν ο καρκίνος εισβάλλει στη ζωή σου σαν ένα θεόρατο τσουνάμι που παρασέρνει στο διάβα του όνειρα, αγάπες κι ό,τι μπορεί να προσμένει ένα κορίτσι στα δεκαεννιά του, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Το να κοιτάς το θάνατο ίσα στα μάτια και να τον αψηφάς συνεχίζοντας απτόητος τη ζωή σου με μια δύναμη που δεν επιτρέπει να καταθέτεις τα όπλα, απαιτεί σθένος, πίστη, αυτοσεβασμό, αξιοπρέπεια κι αγάπη για το θείο δώρο που σου έδωσε η φύση.
Δεν είναι ποτέ εύκολο να μιλά κανείς γι αυτά που τον φοβίζουν, γι αυτά που τον πονούν και τον πληγώνουν. Κι όμως η Ελένη Καλαμάρη τόλμησε να απλώσει τη ψυχή της, πιστεύοντας πως ο δικός της αγώνας θα βοηθήσει κάποιους συνανθρώπους της να αντιμετωπίσουν το δικό τους πρόβλημα. Κατάφερε με την αυτογνωσία να βγάλει προς τα έξω τον μικρό Θεό που όλοι κρύβουμε μέσα μας και να μετατρέψει το κακό σε καλό και μέσα από τα χαλάσματα που ξέρασε το τσουνάμι, να ανατείλει ένα λαμπρό μαργαριτάρι.
Η Ελένη Καλαμάρη δεν διαθέτει υπερφυσικές δυνάμεις. Είναι ένα κορίτσι της διπλανής πόρτας. Γεννήθηκε στην Γερμανία το 1978. Σπούδασε γραμματεία Διευθύνσεως και Μηχανογραφημένη Λογιστική. Γνωρίζει την Αγγλική και Γερμανική γλώσσα και ζει με τον γιο της στον Πειραιά.
Η ιστορία του βιβλίου αρχίζει όταν η Ελένη στα δεκαεννιά της ψηλάφησε ένα μικρό κουβαράκι στο λαιμό και χρειάστηκε τρία χειρουργεία για να το ξεπεράσει. Κι αφού ήταν κάτι που αντιμετωπίστηκε εύκολα, κανείς από τους δικούς της δεν ανάφερε στην ίδια τη λέξη «καρκίνος» για να μην διαταράξει την ήρεμη μέχρι τότε ζωή της. Το ονόμασαν πολυοζώδη βρογχοκήλη. Η Ελένη μετά απ’ αυτό, συνέχισε ανέμελα τη ζωή της και δεν άργησε η στιγμή που ένας μεγάλος έρωτας κτύπησε την πόρτα της καρδιάς της. Η γνωριμία της με τον Άγγελο, γόνο μιας πλούσιας επαρχιώτικης οικογένειας οδήγησε στον αρραβώνα, μετά στο γάμο και ακολούθως σε μια εγκυμοσύνη. Στον τέταρτο μήνα της εγκυμοσύνης έκανε την εμφάνισή του ένα κουβαράκι στο στήθος και λίγο αργότερα μια μετάσταση στα κόκκαλα. Το πόδι της ψηλά στο γοφό, της προκαλεί τρομερούς πόνους και την ακινητοποιεί τους μήνες της εγκυμοσύνης στο κρεβάτι. Αυτό ήταν η αφορμή να αρχίσει μια κατακραυγή από την οικογένεια του Άγγελου. Την κατηγόρησαν πως ενώ ήταν μια καρκινοπαθής, ξεγέλασε το γιο τους να την παντρευτεί καταστρέφοντάς του τη ζωή. Εκείνη τη δύσκολη ώρα που ο καθ’ ένας χρειάζεται αγάπη και μια αγκαλιά να κουρνιάσει τον φόβο και την αβεβαιότητα, η Ελένη αντιμετώπισε την πίκρα, την προδοσία και την εγκατάλειψη. Δεν την άφησα να το παιδί της όταν γεννήθηκε, της το πήραν. Μένει εντελώς μόνη από την πλευρά του άντρα της να αντιμετωπίσει την ασθένεια και το τέλος που καραδοκούσε. Οι γιατροί της είχαν δώσει τρεις έως έξι μήνες ζωής. Όμως αυτή δεν υποτάσσεται στο μοιραίο. Θέλει να παλέψει για το μωρό της. Υπομένει με θάρρος χημειοθεραπείες, ραδιοθεραπείες, το πέσιμο των μαλλιών, τα νύχια να φεύγουν μαζί με τις σάρκες της. Όμως η αγάπη για τη ζωή και γι αυτούς που αγαπά υπερέχει. Αποφασίζει να παλέψει και να νικήσει την ασθένεια. Μα πρώτα πρέπει να αποβάλει από μέσα της το κατακάθι της πίκρας και του θυμού. Σ’ αυτό τη βοηθά η Εκάτη, η δασκάλα, δίνοντάς της μαθήματα για την εσωτερικότητα, και αρχίζει να κάνει θεραπεία με Ρέικι. Λέει η Ελένη στο βιβλίο.
«Το πρώτο που θα έπρεπε να κάνω ήταν να γνωρίσω τον τρόπο σκέψης μου, την οπτική μου απέναντι στη ζωή. Κατόπιν, θα πολεμούσα να τα αλλάξω. Μόνο έτσι θα κατάφερνα να μετατρέψω το δάκρυ σε χαμόγελο, τη θλίψη σε χαρά, το μαύρο σε άσπρο, τον φόβο σε ελπίδα. Μόνο έτσι θα κατάφερνα να μετατρέψω την κατάρα σε δώρο!»
Ακούει τη δασκάλα της με προσοχή και προσπαθεί να καταλάβει πράγματα που της είναι εντελώς άγνωστα, μια νέα φιλοσοφία για αισθήματα και τρόπο σκέψης που θα επιδράσουν καταλυτικά στην ασθένεια. Πολλές φορές αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο εφικτό και το ανέφικτο και ρωτά πανικόβλητη τη δασκάλα της.
«Μα, να είμαι ευγνώμων που με πρόδωσαν;»
«Φυσικά! Απαντά η Εκάτη. Θα βλέπεις το σπίτι σου να καίγεται και θα λες ευχαριστώ στον εμπρηστή. Θα βλέπεις τους φίλους σου να σε προδίδουν και θα τους λες ευχαριστώ. Και αυτά όχι από αναισθησία, μοιρολατρία, ανοησία ή έλλειψη ικανότητας διαχείρισης. Εσύ γνωρίζεις ότι τα πάντα είναι ένα μάθημα. Οπότε βλέπεις καθαρά αυτό που είναι ο κάθε ένας από αυτούς, για εσένα, τους ευχαριστείς και προχωράς την ζωή σου παρακάτω. Ούτε μίση ούτε πάθη. Μόνο γνώση. Γνώση ότι ο εμπρηστής είναι εκπαιδευτής σου και ο προδότης δάσκαλος!»
Η Εκάτη έσκυψε και παρατήρησε από κοντά τον μικρό καρπό που κρεμόταν από ένα κλωνάρι ελιάς. «Όλη η υγεία του σώματος είναι συμπιεσμένη μέσα σε αυτόν τον μικρό καρπό» μονολόγησε. Την άκουσα να ευχαριστεί ψιθυριστά τον Δημιουργό. Έπειτα με πλησίασε και κάθισε πάλι δίπλα μου.
«Μην αφήσεις την ομίχλη των αναμνήσεων να σκεπάσει αυτό το φως που έχεις τώρα πάνω απ’ το κεφαλάκι σου! Αντίθετα, κάνε την φάρο. Κάνε την σοφία. Κάνε την συγχώρεση. Μόνο έτσι θα λυτρωθείς. Μην σπαταλήσεις ούτε ρανίδα της ύπαρξής σου πια για να αποδείξεις την αθωότητά σου. Εσύ ξέρεις ποια είσαι, αυτό πρέπει να σου αρκεί. Αν επιμείνεις, θα σου γίνει εμμονή. Στο τέλος θα καταλάβουν, θα δουν, δεν μπορεί να μην δουν τι έχουν κάνει. Ο ίδιος ο Θεός θα φροντίσει γι αυτό».
Και ο Θεός πράγματι φρόντισε. Η Ελένη επέστρεψε κοντά στο παιδί της. Ο καρκίνος εξαφανίστηκε για να επιστρέψει δύο χρόνια αργότερα και να τον πολεμήσει ξανά βάζοντας κάθε φορά μεγαλύτερο πείσμα να απομακρύνει το θάνατο. Μα όσο πιο πολύ εμβαθύνει στη φιλοσοφία, εξοικειώνεται πιο πολύ με την ιδέα του θανάτου. Προσπαθεί να προετοιμάσει το παιδί της με ένα πολύ γλυκό τρόπο αν τελικά επέλθει το αναπόφευκτο.
Αδράχνει την ευκαιρία όταν ο μικρός τη ρωτά «μαμά πού είναι ο Άγιος Βασίλης;»
Κι αυτή απαντά χαμογελαστή «Στον Βόρειο Πόλο μωρό μου». «Μαμά δεν τον βλέπω».
«Θέλεις να τον δεις; Τότε κάνε αυτό που θα σου πει η μανούλα. Κλείσε τα ματάκια σου μωράκι μου. Σκέψου τώρα τον Άγιο Βασίλη «βασιλιά μου». Δες τα άσπρα του γένια. Δες τα κόκκινα ρούχα του. Άκουσε τον με τα αυτάκια της φαντασίας σου να γελάει. Να σου λέει χο-χο-χο. Τώρα τον βλέπεις;» τον ρωτά τρυφερά.
«Ναι!» απάντησε χαρούμενος.
Κάθε φορά λοιπόν που θα θέλεις να βλέπεις κάποιον που αγαπάς και δεν είναι δίπλα σου, θα κάνεις αυτό που σου είπε τώρα η μανούλα. Θα κλείνεις τα ματάκια σου και θα τον σκέφτεσαι, είδες που τον βλέπεις αμέσως;»
«Έτσι βλέπω και τον μπαμπά» είπε ο μικρός με κέφι.
«Έτσι θα βλέπεις και την μανούλα… Ναι ζωή μου, κάθε φορά που θα θέλεις να με δεις και εγώ δεν είμαι δίπλα σου, θα κλείνεις τα ματάκια και θα με σκέφτεσαι, και τότε τσουπ, θα είμαι και πάλι μπροστά σου. Και να ξέρεις μικρέ μου άγγελε, ότι η μανούλα έχει μαγικές ικανότητες. Ακόμα και να μην με βλέπεις, ακόμα και να μην με ακούς, εγώ θα είμαι πάντα δίπλα σου, να σε αγαπάω και να σε προστατεύω». Λέγοντας αυτά προσπαθεί να κρατά τα μάτια στεγνά και τη φωνή σταθερή μ ην δώσει λανθασμένη εντύπωση στο παιδί της.
Ένα ακόμα απόσπασμα από το τέλος του βιβλίου όταν η εσωτερικότητά της θα έχει πια ολοκληρωθεί.
«Κι όμως, σαν κομμάτι του ίδιου σου του κόσμου, επιλέγω να επιμένω. Επιλέγω να ζω και να χαμογελάω. Κι όμως αναιρώ τον πρώτο μου κανόνα και θυμώνω. Θυμώνω με εσένα!
Μ’ εσένα, που κλαις γιατί δεν σου έφτασαν τα χρήματα να πάρεις ένα ακόμα ζευγάρι παπούτσια και σου λέω ότι υπάρχουν άνθρωποι χωρίς πόδια. Μ’ εσένα, που επιλέγεις να πεθάνεις, που χώνεις μια σύριγγα στη φλέβα, επειδή σου έτυχε μια δύσκολη ζωή ή μια αποτυχία, και σου λέω ότι η ζωή είναι για να την ζεις, να βαστάς γερά τα σκοινιά και να συνεχίζεις κόντρα στο κύμα.
Μ’ εσένα, που κάθεσαι στην αγκαλιά του ανθρώπου σου και κλεις ή καταριέσαι ή λες κουράστηκα, μόλις τύχει η πρώτη αναποδιά, και σου λέω ότι υπάρχουν άνθρωποι που αντιμετωπίζουν προβλήματα χωρίς να έχουν μια αγκαλιά να χωθούν μέσα της.
Ευτυχώς λοιπόν που αρρώστησα! Ευτυχώς που, έστω και στο τέλος –αν είναι τώρα το τέλος, ξύπνησα. Ευτυχώς που έπαθα και δεν λύγισα, όχι γιατί ήμουν πιο δυνατή από εσένα, αλλά γιατί επέλεξα να γίνω δυνατή! Δεν είμαι καλύτερη από εσένα! Είμαι το ίδιο με εσένα!»
Αλήθεια πώς ένα κορίτσι που μέχρι χτες είχε άγνοια των πάντων κατάφερε μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα να ντυθεί τη νόηση; Ίσως να είναι κάτι που όλοι πρέπει να μάθουμε!
Η φίλη Κυπρούλα με την Ελένη |
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου