Απάντηση στον Νιόνιο
«Είμαι δεκαεξάρης, σας γαμώ τα Λύκεια»
Λαϊκισμός λαϊκοέντεχνος
Ο Διονύσης Σαββόπουλος σε συνέντευξή του στο «Ποντίκι» (10/3) δηλώνει εμφαντικά: «Τιμώ τον Πάγκαλο, αλλά δεν τα φάγαμε μαζί». Για να τιμά τον κ. αντιπρόεδρο, προφανώς έχει τον λόγο του, ως προς το δεύτερο όμως σκέλος της δήλωσής του υπάρχουν συγκεκριμένες ενστάσεις:
Αγαπητέ Νιόνιο, δυστυχώς μαζί τα φάγατε. Αυτοί ως εξουσία που συναλλάσσεται και εξαγοράζει, εσύ ως ευφυέστατος πλην θεσμικός καλλιτέχνης που παρέσχες αφειδώς στο σύστημα το άλλοθι που είχε ανάγκη. Επειδή έχει περάσει θλιβερά πολύς καιρός από το «Βρώμικο Ψωμί», την ελεγεία του Κοεμτζή ή τον «Πολιτευτάκια». Αλλά ακόμη και από την εποχή που χλεύαζες τον τύπο εκείνο με την πιτυρίδα, το μούσι και το τσαντάκι, τον ενημερωμένο από τον Κακαουνάκη ή τους κωλοέλληνες που λίγο ρατσιστικά αμαύρωναν την αρχαιοελληνική (σου) καθαρότητα. Έπειτα ήρθαν τα μητσοτάκ, οι κολεγιές με την κυρία Μαρίκα, οι κρατικές, εθνικοπατριωτικές συναυλίες με τον υπουργό Βαρβιτσιώτη – είχες, βλέπεις, και τον γιο σου φαντάρο – αλλά και οι απίστευτα χαριτωμένες μεν, παπαροειδείς δε κοινότητες των Ελλήνων που με ορθοδοξίες και άλλες κοινοτοπίες φτιάχνουν άλλους γαλαξίες κ.λπ. Μετά ήρθε ο Μυλοπόταμος και οι Φιλιππινέζες συν τα πατριαρχεία. Εν ολίγοις, ως main stream καλλιτέχνης κατάφερες, νόμισες, να έχεις και τον σκύλο και τη πίτα ακέραιους. Είναι έτσι όμως; Τι σχέση έχει ο Νιόνιος του «Κύτταρου» και του «Ροντέο» με το Μέγαρο και το Παλλάς; Μονάχα το αναλλοίωτο στυλ ενός ταλέντου που ξέρει οβιδιακά να μεταλλάσσεται για να βρίσκεται πάντα στην επικαιρότητα. Να γιατί τα φάγατε μαζί. Προς Θεού, δεν υπαινίσσομαι αρπαχτές ή ποινικά κολάσιμες πράξεις. Υποστηρίζω ευθέως ότι κι εσύ υπήρξες από νωρίς τμήμα της συγκάλυψης. Της αποσιώπησης και της κυρίαρχης συναίνεσης οι οποίες καταδίκασαν αυτόν τον τόπο στη νιρβάνα της άγνοιας και στο σκοτάδι τού «έχει ο Θεός». Σ’ εκείνο τον γιαλαντζί εκσυγχρονισμό, δηλαδή, όπου όλα αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν, αρκεί να μη θιγεί το star system και τα κυρίαρχα ιδεολογικά στερεότυπα. Αυτόν τον φασιστοειδή, πολυσυλλεκτικό λαϊκισμό, τέλος, που εξίσωσε την ποιότητα ζωής με τη χυδαία κατανάλωση και την τέχνη με τη φαντασμαγορία ή την άνευ όρων διασκέδαση. Αυτόν πληρώνουμε τώρα. Και ως προς αυτό φταίμε όλοι. Αφού οι κεφαλές του τόπου κοιτούσαν απλώς την καριέρα τους. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Όσων έγκαιρα προέβλεψαν την κρίση αποκαλύπτοντας και κριτικάροντας τους μηχανισμούς που την προκαλούσαν. Και γι’ αυτό υπέστησαν περιθωριοποιήσεις, αποκλεισμούς κ.λπ. Μπορείς να το φανταστείς εσύ, ο αγαπημένος των ΜΜΕ, με το κάπως αφ’ υψηλού υφάκι; Διανοητές ή δημιουργοί, όπως ο Παναγιώτης Κονδύλης ή ο προφητικός Βλάσης Κανιάρης του «Ελλάδα αλίμονο» από το 1980, ήσαν διά βίου αποσιωπημένοι από τα κυρίαρχα έντυπα και κάποια τσογλάνια της δημοσιογραφίας. Η λίστα, λ.χ., των κομμένων από τον ΔΟΛ υπήρξε περιώνυμη. Αντίθετα, οι εύκολες γραφίδες ή οι καλλιτέχνες - διακοσμητές, όλοι δηλαδή οι σημαιοφόροι μιας συγκίνησης σε τιμή ευκαιρίας, πρωταγωνιστούσαν. Αστειάκια, εξυπναδούλες, δηθενιές, κασσανδρισμοί εκ του ασφαλούς και στον ρόλο του Χορν ο Φασουλής. Επίσης, άλλοι «διεθνείς» μας συγγραφείς ή δαφνοστεφανωμένοι ποιητές της αριστεράς έπαιρναν αιωνόβιες εκπομπές στη τηλεόραση – για να ταυτίζεται στο διηνεκές η κουλτούρα με τη νύστα –, χρυσοφόρες θέσεις στο κράτος του ωραίου και παράλληλα έναν φωτοστέφανο που τους θεοποιούσε εν ζωή με το αζημίωτο. Να γιατί σταμάτησε να γράφει ο Μανόλης Αναγνωστάκης, αν θυμάσαι, να γιατί αναχώρησαν αυτοβούλως ο Χειμωνάς κι ο Λάγιος, να γιατί μαράζωσαν εκτός κρατικών επιχορηγήσεων ο Νίκος Νικολαΐδης ή ο Άρης Ρέτσος ενώ αντίθετα ο Δημήτρης Λιγνάδης ή ο Κραουνάκης γελοιοποιούν την Επίδαυρο και δεν κουνιέται φύλλο!
Μεγάλε τραγικέ, της τέχνης, ρετιρέ
ευάερο, ευήλιο, διαμπερέ! (sic).
Τι πνεύμα! Τι δράμα, λοιπόν, η σιωπή των αμνών - διανοούμενων! Ο άλλος πικρόχολος Σαλονικιός φίλος σου Χριστιανόπουλος το είπε καλά: «Φανταστείτε πού έχει φτάσει ο τόπος, όταν θεωρούν μεγάλους ποιητές τη Δημουλά κι εμένα!». Εκεί φτάσαμε. Όλοι με όλα. Και με τον Κωστάκη και με τον Γιωργάκη. Και με τους «ομιχλιστές» και με τα κατά παραγγελίαν βραβεία ή το κρατικό χρήμα. Και κυρίως με έναν νεποτισμό που συνεχίζεται, αδιαμφισβήτητος, κι ένα υπουργείο Πολιτισμού γεμάτο ανέμπνευστους κλειδοκράτορες που απλώς μοιράζουν πολιτιστικό χρήμα. Κανείς δεν αντιστέκεται; Αντιστεκόταν το «Αντί», γι’ αυτό είχαμε καταντήσει γραφικοί οι συντάκτες του. Αντιστέκονται ακόμη κάποιοι δημοσιογράφοι που είναι εργαζόμενοι, αλλά όχι υπάλληλοι του αφεντικού τους. Ούτε, πολύ χειρότερα, συνέταιροι. Όπως ο Στάθης ή ο Κ. Αγγελόπουλος ή ο πρόωρα αποσυρμένος – από αηδία – Βασίλης Καββαθάς. Καταλαβαίνεις βέβαια γιατί μου λείπει ο Μάνος Χατζιδάκις και ο ποιητικός - διαβρωτικός λόγος του. Η οξύτατη παρέμβασή του στα κοινά, που ήταν αριστοκρατική, άλλα ποτέ αφ’ υψηλού. Τελικά όλοι όσοι αντιστέκονται είναι αριστοκράτες. Σαν τον Δήμο Θέο ή τον Κωστή Παπαγιώργη ή τον Δημήτρη Αληθεινό ή τον Νίκο Μπάικα ή τον συνθέτη Χάρη Βρόντο (απολυμένο πλέον από το Γ’ Πρόγραμμα)!
Έτσι λοιπόν σήμερα η αποστροφή σου για τους κωλοέλληνες, επειδή είναι αφ’ υψηλού αλλά δεν αγγίζει την ουσία της νόσου, μου θυμίζει τη σιδερωμένη έκφραση της Όλγας Τρέμη. Και δεν τσιμπάω. Όχι άλλη, μεταλλαγμένη ΚΝΕ πια στον δημόσιο βίο. Νιόνιο, υπήρξες ο πιο προικισμένος της γενιάς σου και έχεις γράψει συνταρακτικά πράγματα. Αλίμονο, σήμερα η μουσική σου προκαλεί συγκίνηση ή και νοσταλγία. Σίγουρα πάντως αμηχανία. Σου θυμίζω την Καλομοίρα στο Ηρώδειο του Μητρόπουλου και της Wiener Philarmoniker. Και ποτέ πια σοκ. Και αυτό είναι άδικο. Πρωτίστως για σένα…
ΥΓ. 1
Τρώγαμε στο ουζερί του καπετάν Μιχάλη, στη Φειδίου, ο Γουδέλης, ο Καββαθάς και ο Βεριόπουλος όταν μας αιφνιδίασε μια εξαιρετική πλανόδια μπάντα. Ρουμάνοι και Αλβανοί αδελφωμένοι. Τι ρούμπες, τι σουίνγκ, τι αυτοσχεδιασμοί! Τι ηρωικό πράγμα τελικά η καθημερινότητα! Μαγεία. Αυτούς πρέπει να τους επιχορηγεί το ΥΠΠΟ, πέταξε ο Βασίλης και γελάσαμε. Τώρα όμως που το καλοσκέφτομαι, δεν είναι αστείο. Οι μπάντες αυτές διατηρούν ακόμη εκείνο τον αυτοσχεδιαστικό τρόπο της χαράς που τόσο λείπει στα μαραζωμένα μας στέκια. Θυμάσαι, Νιόνιο;
Κι επίσης επειδή ισορροπούν ρωμαλέα πάνω στην τεντωμένη κλωστή της τέχνης και της επιβίωσης.
ΥΓ. 2
Τελικά και από το υπόγειο φαίνεται η θάλασσα. Ευτυχώς. Μόνος που πέρασε πολύς καιρός χωρίς να γίνει το θαύμα σε αυτόν τον τόπο. Τι κι αν κατεβαίνει ο Άγγελος; Βρίσκει στέρφα τη λίμνη.
ΥΓ. 3
Όταν έμπαινε ο Δούρειος Ίππος, οι Τρώες έβλεπαν μπάλα στην τηλεόραση. Όπως και τώρα...
Του Μάνου Στεφανίδη
Λαϊκισμός λαϊκοέντεχνος
Ο Διονύσης Σαββόπουλος σε συνέντευξή του στο «Ποντίκι» (10/3) δηλώνει εμφαντικά: «Τιμώ τον Πάγκαλο, αλλά δεν τα φάγαμε μαζί». Για να τιμά τον κ. αντιπρόεδρο, προφανώς έχει τον λόγο του, ως προς το δεύτερο όμως σκέλος της δήλωσής του υπάρχουν συγκεκριμένες ενστάσεις:
Αγαπητέ Νιόνιο, δυστυχώς μαζί τα φάγατε. Αυτοί ως εξουσία που συναλλάσσεται και εξαγοράζει, εσύ ως ευφυέστατος πλην θεσμικός καλλιτέχνης που παρέσχες αφειδώς στο σύστημα το άλλοθι που είχε ανάγκη. Επειδή έχει περάσει θλιβερά πολύς καιρός από το «Βρώμικο Ψωμί», την ελεγεία του Κοεμτζή ή τον «Πολιτευτάκια». Αλλά ακόμη και από την εποχή που χλεύαζες τον τύπο εκείνο με την πιτυρίδα, το μούσι και το τσαντάκι, τον ενημερωμένο από τον Κακαουνάκη ή τους κωλοέλληνες που λίγο ρατσιστικά αμαύρωναν την αρχαιοελληνική (σου) καθαρότητα. Έπειτα ήρθαν τα μητσοτάκ, οι κολεγιές με την κυρία Μαρίκα, οι κρατικές, εθνικοπατριωτικές συναυλίες με τον υπουργό Βαρβιτσιώτη – είχες, βλέπεις, και τον γιο σου φαντάρο – αλλά και οι απίστευτα χαριτωμένες μεν, παπαροειδείς δε κοινότητες των Ελλήνων που με ορθοδοξίες και άλλες κοινοτοπίες φτιάχνουν άλλους γαλαξίες κ.λπ. Μετά ήρθε ο Μυλοπόταμος και οι Φιλιππινέζες συν τα πατριαρχεία. Εν ολίγοις, ως main stream καλλιτέχνης κατάφερες, νόμισες, να έχεις και τον σκύλο και τη πίτα ακέραιους. Είναι έτσι όμως; Τι σχέση έχει ο Νιόνιος του «Κύτταρου» και του «Ροντέο» με το Μέγαρο και το Παλλάς; Μονάχα το αναλλοίωτο στυλ ενός ταλέντου που ξέρει οβιδιακά να μεταλλάσσεται για να βρίσκεται πάντα στην επικαιρότητα. Να γιατί τα φάγατε μαζί. Προς Θεού, δεν υπαινίσσομαι αρπαχτές ή ποινικά κολάσιμες πράξεις. Υποστηρίζω ευθέως ότι κι εσύ υπήρξες από νωρίς τμήμα της συγκάλυψης. Της αποσιώπησης και της κυρίαρχης συναίνεσης οι οποίες καταδίκασαν αυτόν τον τόπο στη νιρβάνα της άγνοιας και στο σκοτάδι τού «έχει ο Θεός». Σ’ εκείνο τον γιαλαντζί εκσυγχρονισμό, δηλαδή, όπου όλα αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν, αρκεί να μη θιγεί το star system και τα κυρίαρχα ιδεολογικά στερεότυπα. Αυτόν τον φασιστοειδή, πολυσυλλεκτικό λαϊκισμό, τέλος, που εξίσωσε την ποιότητα ζωής με τη χυδαία κατανάλωση και την τέχνη με τη φαντασμαγορία ή την άνευ όρων διασκέδαση. Αυτόν πληρώνουμε τώρα. Και ως προς αυτό φταίμε όλοι. Αφού οι κεφαλές του τόπου κοιτούσαν απλώς την καριέρα τους. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Όσων έγκαιρα προέβλεψαν την κρίση αποκαλύπτοντας και κριτικάροντας τους μηχανισμούς που την προκαλούσαν. Και γι’ αυτό υπέστησαν περιθωριοποιήσεις, αποκλεισμούς κ.λπ. Μπορείς να το φανταστείς εσύ, ο αγαπημένος των ΜΜΕ, με το κάπως αφ’ υψηλού υφάκι; Διανοητές ή δημιουργοί, όπως ο Παναγιώτης Κονδύλης ή ο προφητικός Βλάσης Κανιάρης του «Ελλάδα αλίμονο» από το 1980, ήσαν διά βίου αποσιωπημένοι από τα κυρίαρχα έντυπα και κάποια τσογλάνια της δημοσιογραφίας. Η λίστα, λ.χ., των κομμένων από τον ΔΟΛ υπήρξε περιώνυμη. Αντίθετα, οι εύκολες γραφίδες ή οι καλλιτέχνες - διακοσμητές, όλοι δηλαδή οι σημαιοφόροι μιας συγκίνησης σε τιμή ευκαιρίας, πρωταγωνιστούσαν. Αστειάκια, εξυπναδούλες, δηθενιές, κασσανδρισμοί εκ του ασφαλούς και στον ρόλο του Χορν ο Φασουλής. Επίσης, άλλοι «διεθνείς» μας συγγραφείς ή δαφνοστεφανωμένοι ποιητές της αριστεράς έπαιρναν αιωνόβιες εκπομπές στη τηλεόραση – για να ταυτίζεται στο διηνεκές η κουλτούρα με τη νύστα –, χρυσοφόρες θέσεις στο κράτος του ωραίου και παράλληλα έναν φωτοστέφανο που τους θεοποιούσε εν ζωή με το αζημίωτο. Να γιατί σταμάτησε να γράφει ο Μανόλης Αναγνωστάκης, αν θυμάσαι, να γιατί αναχώρησαν αυτοβούλως ο Χειμωνάς κι ο Λάγιος, να γιατί μαράζωσαν εκτός κρατικών επιχορηγήσεων ο Νίκος Νικολαΐδης ή ο Άρης Ρέτσος ενώ αντίθετα ο Δημήτρης Λιγνάδης ή ο Κραουνάκης γελοιοποιούν την Επίδαυρο και δεν κουνιέται φύλλο!
Μεγάλε τραγικέ, της τέχνης, ρετιρέ
ευάερο, ευήλιο, διαμπερέ! (sic).
Τι πνεύμα! Τι δράμα, λοιπόν, η σιωπή των αμνών - διανοούμενων! Ο άλλος πικρόχολος Σαλονικιός φίλος σου Χριστιανόπουλος το είπε καλά: «Φανταστείτε πού έχει φτάσει ο τόπος, όταν θεωρούν μεγάλους ποιητές τη Δημουλά κι εμένα!». Εκεί φτάσαμε. Όλοι με όλα. Και με τον Κωστάκη και με τον Γιωργάκη. Και με τους «ομιχλιστές» και με τα κατά παραγγελίαν βραβεία ή το κρατικό χρήμα. Και κυρίως με έναν νεποτισμό που συνεχίζεται, αδιαμφισβήτητος, κι ένα υπουργείο Πολιτισμού γεμάτο ανέμπνευστους κλειδοκράτορες που απλώς μοιράζουν πολιτιστικό χρήμα. Κανείς δεν αντιστέκεται; Αντιστεκόταν το «Αντί», γι’ αυτό είχαμε καταντήσει γραφικοί οι συντάκτες του. Αντιστέκονται ακόμη κάποιοι δημοσιογράφοι που είναι εργαζόμενοι, αλλά όχι υπάλληλοι του αφεντικού τους. Ούτε, πολύ χειρότερα, συνέταιροι. Όπως ο Στάθης ή ο Κ. Αγγελόπουλος ή ο πρόωρα αποσυρμένος – από αηδία – Βασίλης Καββαθάς. Καταλαβαίνεις βέβαια γιατί μου λείπει ο Μάνος Χατζιδάκις και ο ποιητικός - διαβρωτικός λόγος του. Η οξύτατη παρέμβασή του στα κοινά, που ήταν αριστοκρατική, άλλα ποτέ αφ’ υψηλού. Τελικά όλοι όσοι αντιστέκονται είναι αριστοκράτες. Σαν τον Δήμο Θέο ή τον Κωστή Παπαγιώργη ή τον Δημήτρη Αληθεινό ή τον Νίκο Μπάικα ή τον συνθέτη Χάρη Βρόντο (απολυμένο πλέον από το Γ’ Πρόγραμμα)!
Έτσι λοιπόν σήμερα η αποστροφή σου για τους κωλοέλληνες, επειδή είναι αφ’ υψηλού αλλά δεν αγγίζει την ουσία της νόσου, μου θυμίζει τη σιδερωμένη έκφραση της Όλγας Τρέμη. Και δεν τσιμπάω. Όχι άλλη, μεταλλαγμένη ΚΝΕ πια στον δημόσιο βίο. Νιόνιο, υπήρξες ο πιο προικισμένος της γενιάς σου και έχεις γράψει συνταρακτικά πράγματα. Αλίμονο, σήμερα η μουσική σου προκαλεί συγκίνηση ή και νοσταλγία. Σίγουρα πάντως αμηχανία. Σου θυμίζω την Καλομοίρα στο Ηρώδειο του Μητρόπουλου και της Wiener Philarmoniker. Και ποτέ πια σοκ. Και αυτό είναι άδικο. Πρωτίστως για σένα…
ΥΓ. 1
Τρώγαμε στο ουζερί του καπετάν Μιχάλη, στη Φειδίου, ο Γουδέλης, ο Καββαθάς και ο Βεριόπουλος όταν μας αιφνιδίασε μια εξαιρετική πλανόδια μπάντα. Ρουμάνοι και Αλβανοί αδελφωμένοι. Τι ρούμπες, τι σουίνγκ, τι αυτοσχεδιασμοί! Τι ηρωικό πράγμα τελικά η καθημερινότητα! Μαγεία. Αυτούς πρέπει να τους επιχορηγεί το ΥΠΠΟ, πέταξε ο Βασίλης και γελάσαμε. Τώρα όμως που το καλοσκέφτομαι, δεν είναι αστείο. Οι μπάντες αυτές διατηρούν ακόμη εκείνο τον αυτοσχεδιαστικό τρόπο της χαράς που τόσο λείπει στα μαραζωμένα μας στέκια. Θυμάσαι, Νιόνιο;
Κι επίσης επειδή ισορροπούν ρωμαλέα πάνω στην τεντωμένη κλωστή της τέχνης και της επιβίωσης.
ΥΓ. 2
Τελικά και από το υπόγειο φαίνεται η θάλασσα. Ευτυχώς. Μόνος που πέρασε πολύς καιρός χωρίς να γίνει το θαύμα σε αυτόν τον τόπο. Τι κι αν κατεβαίνει ο Άγγελος; Βρίσκει στέρφα τη λίμνη.
ΥΓ. 3
Όταν έμπαινε ο Δούρειος Ίππος, οι Τρώες έβλεπαν μπάλα στην τηλεόραση. Όπως και τώρα...
Του Μάνου Στεφανίδη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου