ΛΟΥΤΣΙΑΝΟ ΓΚΑΛΙΝΟ Ο ΙΤΑΛΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ, ΠΟΥ «ΓΕΝΝΗΣΕ» ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ
Η ελληνική κρίση και οι ευθύνες της Ευρώπης
Του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ
Στο τελευταίο βιβλίο του, με τίτλο «Finanzcapitalismo» (Einaudi, 2011), ο Ιταλός κοινωνιολόγος Λουτσιάνο Γκαλίνο αναλύει τη σημερινή παγκόσμια κρίση ως συνέπεια της μακρόχρονης
κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού.
Σύμφωνα με τον Γκαλίνο, ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια ιδεολογία «ολοκληρωτική», καθώς αποβλέπει στη διάπλαση ενός «νέου ανθρώπου», με βάση το υπόδειγμα του homo economicus. Ταυτόχρονα, ωστόσο, είναι και μια «ευέλικτη» ιδεολογία, επειδή μπορεί να συμβιώνει τόσο με δημοκρατικά όσο και με αυταρχικά πολιτικά καθεστώτα, υπό τον όρο, βέβαια, να μην
τίθεται υπό αμφισβήτηση η θρησκεία της ελεύθερης αγοράς. Το ακόλουθο άρθρο του Λουτσιάνο Γκαλίνο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «La Repubblica».
Η ελληνική κρίση δείχνει με τρόπο σκληρό πώς το χρηματοπιστωτικό σύστημα κυβερνάει ήδη στην πράξη την Ευρωπαϊκή Ενωση με τους εκτελεστικούς του βραχίονες: την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι εκλεγμένες από
το λαό κυβερνήσεις έχουν εδώ και πολύ καιρό επιλέξει να διεκπεραιώνουν τις εντολές του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Θα έπρεπε να το έχουν μεταρρυθμίσει μετά την έκρηξη της κρίσης το 2008, όταν, σύμφωνα με τα λόγια του τότε Γερμανού υπουργού Οικονομικών, του Πέτερ Στάινμπρουκ, «είδαμε το βάθος της αβύσσου».
Είναι αλήθεια ότι στις Βρυξέλλες συζητούν εδώ και δύο χρόνια για οικονομικές μεταρρυθμίσεις, αλλά μπροστά στη φύση και τις διαστάσεις του προβλήματος πρόκειται για το γνωστό κουβαδάκι με το οποίο προσπαθούν να αδειάσουν τη θάλασσα. Καθώς δεν έχουν μεταρρυθμίσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα και καθώς μάλιστα το έχουν βοηθήσει να γίνει πιο ισχυρό από πριν, οι κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης βρίσκονται τώρα εκτεθειμένες στις αξιώσεις του. Ακριβώς όπως συνέβη και στις
Ηνωμένες Πολιτείες. Προς το παρόν, αυτό αξιώνει να διασωθούν οι τράπεζες από την κρίση του ελληνικού χρέους.
Πιστές στο ρόλο τους των δημοκρατικά εκλεγμένων οργάνων, που δεν βλέπουν άλλη λύση από το να υποκύπτουν στις υπαγορεύσεις οργάνων που ποτέ δεν έχουν εκλεγεί από κανέναν, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, οι
κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης απαιτούν ομόφωνα από την Ελλάδα να μειώσει δραστικά το δημόσιο χρέος της. Ζούσε πάνω από τις οικονομικές δυνατότητές της, υποστηρίζουν, και τώρα οφείλει να μπει σε ένα δρόμο αυστηρής λιτότητας: να περικόπτει τους μισθούς, τις συντάξεις, τις δαπάνες για Υγεία και Παιδεία και να ιδιωτικοποιεί τα πάντα: τις μεταφορές, τις ακτές, τις συλλογικές υπηρεσίες, τα νησιά, τα λιμάνια και (γιατί όχι;) τον Παρθενώνα.
Το «φάρμακο» και η «αρρώστια»
Αυτό που αποσιωπάται σχετικά με την ελληνική κρίση είναι ότι οι αιτίες της δεν είναι εκείνες που συνήθως αναφέρονται, ότι τα φάρμακα, που μέχρι τώρα προτείνονται από την Ευρωπαϊκή Ενωση, είναι χειρότερα από την αρρώστια και ότι η πολιτική παράλυση, στην οποία περιέπεσε η ελληνική κυβέρνηση, στερούμενη της δυνατότητας να αποφασίζει για οποιοδήποτε θέμα οικονομικής πολιτικής, αποτελεί μιαν έκπτωση της δημοκρατίας με παγκόσμια σημασία. Πρώτα απ' όλα, η κύρια αιτία του
υψηλού δημόσιου χρέους δεν έγκειται σε υπερβολικές κοινωνικές δαπάνες, αλλά σε πολύ περιορισμένη ροή φορολογικών εσόδων, οφειλόμενη σε ένα υψηλό ποσοστό φοροδιαφυγής, που διαρκούσε για κάμποσα χρόνια.
Τώρα η ελληνική κυβέρνηση, πιεζόμενη από την Ευρωπαϊκή Ενωση, ζητάει από τους συνταξιούχους, από τους εργαζόμενους, από τους εκπαιδευτικούς, από τους δημόσιους υπάλληλους, να αποδώσουν στον κρατικό προϋπολογισμό τα δισεκατομμύρια ευρώ που αφαίρεσε από αυτόν, στη
διαδρομή τουχρόνου, μια μειονότητα, η οποία εισπράττει ένα εισόδημα εκατοντάδες φορές μεγαλύτερο από το δικό τους.
Αφού, μάλιστα, τους ενοχοποίησαν -πρώτη η γερμανική κυβέρνηση- ότι εργάζονται λίγο, ότι συνταξιοδοτούνται νωρίτερα από όλους τους άλλους Ευρωπαίους πολίτες, ότι παίρνουν πολύ μεγάλες συντάξεις, ότι κάνουν περισσότερες διακοπές από όλους (ενώ όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, για όποιον θέλει να πληροφορηθεί, επιβεβαιώνουν ότι πρόκειται για ψευδείς ισχυρισμούς).
Ποιο είναι, όμως, το πραγματικό ύψος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας, για το οποίο λένε ότι θα μπορούσε να τινάξει στον αέρα ολόκληρη την ευρωζώνη; Πρόκειται για 350 δισεκατομμύρια ευρώ. Είναι σίγουρα ένα σημαντικό ποσό. Το οποίο, όμως, αντιπροσωπεύει μόνο το 3,7% του ΑΕΠ της
ευρωζώνης, χωρίς να υπολογίζουμε δηλαδή μια μεγάλη οικονομία, όπως εκείνη του Ηνωμένου Βασιλείου. Επιπλέον, το 43% αυτού του χρέους βρίσκεται στα χέρια Ελλήνων πιστωτών, που κατά το ήμισυ είναι τράπεζες.
Από το σύνολο πρέπει ακόμα να αφαιρεθούν 7 δισεκατομμύρια χρεών προς τις ΗΠΑ, 3 προς την Ελβετία και περί τα 2 προς την Ιαπωνία.
Ελληνικό χρέος και σενάρια
Το ελληνικό χρέος προς την Ευρωπαϊκή Ενωση (συμπεριλαμβανομένων κρατών και τραπεζών), που έγκειται κυρίως σε ομόλογα και άλλους τίτλους,ανέρχεται επομένως σε λιγότερα από 190 δισεκατομμύρια ευρώ, από τα οποία περίπου τα 35 οφείλονται στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Από το 2008 μέχρι σήμερα οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, πλην της Ελβετίας, έχουν δαπανήσει ή εγκαταλείψει πάνω από τρία τρισεκατομμύρια ευρώ, για να διασώσουν τους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς τους. Και τώρα ανησυχούν αληθινά, επειδή μια περιφερειακή οικονομία δυσκολεύεται να ξεπληρώσει, με τους τόκους, λίγο πάνω από το 6% αυτού του ποσού; Υπάρχει κάτι που δεν πάει καλά σε όλη αυτή την υπόθεση. Τα πράγματα που δεν πάνε καλά είναι κυρίως δύο.
Η ελληνική κρίση είναι, σε πρώτο επίπεδο, μια προαγγελία αυτού που θα μπορούσε να συμβεί και σε άλλες χώρες, συμπεριλαμβανόμενης και της Ιταλίας, αν οι κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης συνεχίσουν να υφίστανται τους χειρισμούς του χρηματοπιστωτικού συστήματος (και των οίκων αξιολόγησης) και να μην προσπαθούν σοβαρά να το ρυθμίσουν, προκειμένου να αποτρέψουν μια νέα κρίση, χειρότερη από εκείνη του 2008.
Κερδοσκοπία και πιστωτικοί όμιλοι
Το σενάριο περιλαμβάνει, όπως είναι φανερό, νέες κερδοσκοπικές πιέσεις, τις οποίες θα ασκήσουν οι μεγαλύτεροι πιστωτικοί όμιλοι, προκειμένου να αντλήσουν το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος με τη μορφή τόκων και υπεραξιών. Πράγμα που συνεπάγεται, όπως διδάσκουν τα μοντέλα διαχείρισης του ρίσκου, το να διατρέχουν έναν υψηλό κίνδυνο όχι οι ίδιοι οι όμιλοι, αλλά οι πολίτες· σήμερα οι Ελληνες, αύριο οι Ισπανοί ή οι Ιταλοί. Περιλαμβάνει όμως και μιαν άγρια πίεση για ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες θα γίνονται υπό την αιγίδα της τρόικας και θα αποτελούν αληθινό ξεπούλημα πελώριων εθνικών περιουσιών.
Ενα δεύτερο πράγμα, που δεν πάει καλά, είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Το βασικό της όριο, που επιβάλλεται από την ιδρυτική συμφωνία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, έγκειται στο ότι έχει ως μέγιστο καταστατικό σκοπό τη σταθερότητα των τιμών, δηλαδή την πάλη εναντίον του πληθωρισμού. Αυτό εξηγεί εν μέρει τη βραδύτητα και την αδεξιότητα με την οποία κινήθηκε μπροστά στην ελληνική κρίση.
Ενα τέτοιο όριο, όμως, ισοδυναμεί με το να αποφασίζουμε με νόμο ότι, για παράδειγμα, το πρώτων βοηθειών του μεγαλύτερου νοσοκομείου θα ασχολείται μόνο με τραύματα του αριστερού ποδιού. Οι άλλες δύο κεντρικές τράπεζες της Δύσης, η Τράπεζα της Αγγλίας και η αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα, έχουν μεταξύ των καταστατικών σκοπών τους και την ανάπτυξη και την αύξηση της απασχόλησης, σκοπούς που επιδιώκουν και με τη δημιουργία νέου χρήματος.
Με αυτή, δηλαδή, τη βασική λειτουργία που τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχουν παραχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά που αυτή δεν θέλει να ασκήσει, τη στιγμή ακριβώς που τη
χρειαζόμαστε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. *
Η ελληνική κρίση και οι ευθύνες της Ευρώπης
Του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ
Στο τελευταίο βιβλίο του, με τίτλο «Finanzcapitalismo» (Einaudi, 2011), ο Ιταλός κοινωνιολόγος Λουτσιάνο Γκαλίνο αναλύει τη σημερινή παγκόσμια κρίση ως συνέπεια της μακρόχρονης
κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού.
Σύμφωνα με τον Γκαλίνο, ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια ιδεολογία «ολοκληρωτική», καθώς αποβλέπει στη διάπλαση ενός «νέου ανθρώπου», με βάση το υπόδειγμα του homo economicus. Ταυτόχρονα, ωστόσο, είναι και μια «ευέλικτη» ιδεολογία, επειδή μπορεί να συμβιώνει τόσο με δημοκρατικά όσο και με αυταρχικά πολιτικά καθεστώτα, υπό τον όρο, βέβαια, να μην
τίθεται υπό αμφισβήτηση η θρησκεία της ελεύθερης αγοράς. Το ακόλουθο άρθρο του Λουτσιάνο Γκαλίνο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «La Repubblica».
Η ελληνική κρίση δείχνει με τρόπο σκληρό πώς το χρηματοπιστωτικό σύστημα κυβερνάει ήδη στην πράξη την Ευρωπαϊκή Ενωση με τους εκτελεστικούς του βραχίονες: την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι εκλεγμένες από
το λαό κυβερνήσεις έχουν εδώ και πολύ καιρό επιλέξει να διεκπεραιώνουν τις εντολές του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Θα έπρεπε να το έχουν μεταρρυθμίσει μετά την έκρηξη της κρίσης το 2008, όταν, σύμφωνα με τα λόγια του τότε Γερμανού υπουργού Οικονομικών, του Πέτερ Στάινμπρουκ, «είδαμε το βάθος της αβύσσου».
Είναι αλήθεια ότι στις Βρυξέλλες συζητούν εδώ και δύο χρόνια για οικονομικές μεταρρυθμίσεις, αλλά μπροστά στη φύση και τις διαστάσεις του προβλήματος πρόκειται για το γνωστό κουβαδάκι με το οποίο προσπαθούν να αδειάσουν τη θάλασσα. Καθώς δεν έχουν μεταρρυθμίσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα και καθώς μάλιστα το έχουν βοηθήσει να γίνει πιο ισχυρό από πριν, οι κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης βρίσκονται τώρα εκτεθειμένες στις αξιώσεις του. Ακριβώς όπως συνέβη και στις
Ηνωμένες Πολιτείες. Προς το παρόν, αυτό αξιώνει να διασωθούν οι τράπεζες από την κρίση του ελληνικού χρέους.
Πιστές στο ρόλο τους των δημοκρατικά εκλεγμένων οργάνων, που δεν βλέπουν άλλη λύση από το να υποκύπτουν στις υπαγορεύσεις οργάνων που ποτέ δεν έχουν εκλεγεί από κανέναν, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, οι
κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης απαιτούν ομόφωνα από την Ελλάδα να μειώσει δραστικά το δημόσιο χρέος της. Ζούσε πάνω από τις οικονομικές δυνατότητές της, υποστηρίζουν, και τώρα οφείλει να μπει σε ένα δρόμο αυστηρής λιτότητας: να περικόπτει τους μισθούς, τις συντάξεις, τις δαπάνες για Υγεία και Παιδεία και να ιδιωτικοποιεί τα πάντα: τις μεταφορές, τις ακτές, τις συλλογικές υπηρεσίες, τα νησιά, τα λιμάνια και (γιατί όχι;) τον Παρθενώνα.
Το «φάρμακο» και η «αρρώστια»
Αυτό που αποσιωπάται σχετικά με την ελληνική κρίση είναι ότι οι αιτίες της δεν είναι εκείνες που συνήθως αναφέρονται, ότι τα φάρμακα, που μέχρι τώρα προτείνονται από την Ευρωπαϊκή Ενωση, είναι χειρότερα από την αρρώστια και ότι η πολιτική παράλυση, στην οποία περιέπεσε η ελληνική κυβέρνηση, στερούμενη της δυνατότητας να αποφασίζει για οποιοδήποτε θέμα οικονομικής πολιτικής, αποτελεί μιαν έκπτωση της δημοκρατίας με παγκόσμια σημασία. Πρώτα απ' όλα, η κύρια αιτία του
υψηλού δημόσιου χρέους δεν έγκειται σε υπερβολικές κοινωνικές δαπάνες, αλλά σε πολύ περιορισμένη ροή φορολογικών εσόδων, οφειλόμενη σε ένα υψηλό ποσοστό φοροδιαφυγής, που διαρκούσε για κάμποσα χρόνια.
Τώρα η ελληνική κυβέρνηση, πιεζόμενη από την Ευρωπαϊκή Ενωση, ζητάει από τους συνταξιούχους, από τους εργαζόμενους, από τους εκπαιδευτικούς, από τους δημόσιους υπάλληλους, να αποδώσουν στον κρατικό προϋπολογισμό τα δισεκατομμύρια ευρώ που αφαίρεσε από αυτόν, στη
διαδρομή τουχρόνου, μια μειονότητα, η οποία εισπράττει ένα εισόδημα εκατοντάδες φορές μεγαλύτερο από το δικό τους.
Αφού, μάλιστα, τους ενοχοποίησαν -πρώτη η γερμανική κυβέρνηση- ότι εργάζονται λίγο, ότι συνταξιοδοτούνται νωρίτερα από όλους τους άλλους Ευρωπαίους πολίτες, ότι παίρνουν πολύ μεγάλες συντάξεις, ότι κάνουν περισσότερες διακοπές από όλους (ενώ όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, για όποιον θέλει να πληροφορηθεί, επιβεβαιώνουν ότι πρόκειται για ψευδείς ισχυρισμούς).
Ποιο είναι, όμως, το πραγματικό ύψος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας, για το οποίο λένε ότι θα μπορούσε να τινάξει στον αέρα ολόκληρη την ευρωζώνη; Πρόκειται για 350 δισεκατομμύρια ευρώ. Είναι σίγουρα ένα σημαντικό ποσό. Το οποίο, όμως, αντιπροσωπεύει μόνο το 3,7% του ΑΕΠ της
ευρωζώνης, χωρίς να υπολογίζουμε δηλαδή μια μεγάλη οικονομία, όπως εκείνη του Ηνωμένου Βασιλείου. Επιπλέον, το 43% αυτού του χρέους βρίσκεται στα χέρια Ελλήνων πιστωτών, που κατά το ήμισυ είναι τράπεζες.
Από το σύνολο πρέπει ακόμα να αφαιρεθούν 7 δισεκατομμύρια χρεών προς τις ΗΠΑ, 3 προς την Ελβετία και περί τα 2 προς την Ιαπωνία.
Ελληνικό χρέος και σενάρια
Το ελληνικό χρέος προς την Ευρωπαϊκή Ενωση (συμπεριλαμβανομένων κρατών και τραπεζών), που έγκειται κυρίως σε ομόλογα και άλλους τίτλους,ανέρχεται επομένως σε λιγότερα από 190 δισεκατομμύρια ευρώ, από τα οποία περίπου τα 35 οφείλονται στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Από το 2008 μέχρι σήμερα οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, πλην της Ελβετίας, έχουν δαπανήσει ή εγκαταλείψει πάνω από τρία τρισεκατομμύρια ευρώ, για να διασώσουν τους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς τους. Και τώρα ανησυχούν αληθινά, επειδή μια περιφερειακή οικονομία δυσκολεύεται να ξεπληρώσει, με τους τόκους, λίγο πάνω από το 6% αυτού του ποσού; Υπάρχει κάτι που δεν πάει καλά σε όλη αυτή την υπόθεση. Τα πράγματα που δεν πάνε καλά είναι κυρίως δύο.
Η ελληνική κρίση είναι, σε πρώτο επίπεδο, μια προαγγελία αυτού που θα μπορούσε να συμβεί και σε άλλες χώρες, συμπεριλαμβανόμενης και της Ιταλίας, αν οι κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης συνεχίσουν να υφίστανται τους χειρισμούς του χρηματοπιστωτικού συστήματος (και των οίκων αξιολόγησης) και να μην προσπαθούν σοβαρά να το ρυθμίσουν, προκειμένου να αποτρέψουν μια νέα κρίση, χειρότερη από εκείνη του 2008.
Κερδοσκοπία και πιστωτικοί όμιλοι
Το σενάριο περιλαμβάνει, όπως είναι φανερό, νέες κερδοσκοπικές πιέσεις, τις οποίες θα ασκήσουν οι μεγαλύτεροι πιστωτικοί όμιλοι, προκειμένου να αντλήσουν το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος με τη μορφή τόκων και υπεραξιών. Πράγμα που συνεπάγεται, όπως διδάσκουν τα μοντέλα διαχείρισης του ρίσκου, το να διατρέχουν έναν υψηλό κίνδυνο όχι οι ίδιοι οι όμιλοι, αλλά οι πολίτες· σήμερα οι Ελληνες, αύριο οι Ισπανοί ή οι Ιταλοί. Περιλαμβάνει όμως και μιαν άγρια πίεση για ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες θα γίνονται υπό την αιγίδα της τρόικας και θα αποτελούν αληθινό ξεπούλημα πελώριων εθνικών περιουσιών.
Ενα δεύτερο πράγμα, που δεν πάει καλά, είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Το βασικό της όριο, που επιβάλλεται από την ιδρυτική συμφωνία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, έγκειται στο ότι έχει ως μέγιστο καταστατικό σκοπό τη σταθερότητα των τιμών, δηλαδή την πάλη εναντίον του πληθωρισμού. Αυτό εξηγεί εν μέρει τη βραδύτητα και την αδεξιότητα με την οποία κινήθηκε μπροστά στην ελληνική κρίση.
Ενα τέτοιο όριο, όμως, ισοδυναμεί με το να αποφασίζουμε με νόμο ότι, για παράδειγμα, το πρώτων βοηθειών του μεγαλύτερου νοσοκομείου θα ασχολείται μόνο με τραύματα του αριστερού ποδιού. Οι άλλες δύο κεντρικές τράπεζες της Δύσης, η Τράπεζα της Αγγλίας και η αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα, έχουν μεταξύ των καταστατικών σκοπών τους και την ανάπτυξη και την αύξηση της απασχόλησης, σκοπούς που επιδιώκουν και με τη δημιουργία νέου χρήματος.
Με αυτή, δηλαδή, τη βασική λειτουργία που τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχουν παραχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά που αυτή δεν θέλει να ασκήσει, τη στιγμή ακριβώς που τη
χρειαζόμαστε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. *
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου